ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΣΤΗΝ «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΝ»

Ξένος μέσα σε ξένους περισσότερον από άλλην φοράν, είχα την αίσθησιν της ξενητείας στην καρδίαν μου, μίαν ξενητείαν που αποτελεί την βασικήν προϋπόθεσιν του Μοναχικού βίου και την κλίμακα της αναβάσεως προς τα ξένα και υπερκόσμια θέματα…                                                                                                          
Επάνω εις την κορυφήν ενός όρους υψηλού, ένας κοινός άνθρωπος αισθάνεται την διαφοράν ως διαφοράν ύψους. Ένας Χριστιανός του κόσμου υμνεί τον Θεόν δια της εποψίας της κτίσεως. Αλλ’ ένας Μοναχός, ούτε ύψος αισθάνεται, ούτε εποπτεύει την αναπεπταμένην δημιουργίαν του «παντεχνήμονος» Λόγου. Εισέρχεται με «γυμνόν»τον νουν εις την περιοχήν της πνευματικής θεωρίας, όπως λέγει ο θείος Πατήρ των Μοναχών Μ. Βασίλειος: «ο νους που έχει ανακραθή με την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, έχει καταστή εποπτικός των μεγάλων θεωρημάτων και καθορά τα θεία κάλη τόσον, όσον η χάρις επιτρέπει».                   
Ο Μ. Βασίλειος είχε λάβει πείραν του ακτίστου φωτός, όπως αποκαλύπτει ο άγιος επίσης αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης· «Ήτο νύκτα, λέγει, και ενώ προσηύχετο ο Μ. Βασίλειος, αίφνης τον περιέλαμψε φως μέσα στο κελλίον του, ένα φως άϋλον που κατεφώτιζεν όλον τον οίκον»…                                                                                            
Επάνω εις το όρος της Μεταμορφώσεως, η αναβάσα τα όρη της αρετής ψυχή, μεταμορφούται και αυτή. Δεν θέλει να σκέπτεται τίποτε γήϊνον, διότι έχει μεταθέσει «το πολίτευμα εν ουρανοίς». Ω πόσον επιθυμεί και πως διαφλέγεται από τον πόθον να μην επιστρέψη ποτέ εις τους όρους της γηϊνης ζωής, όπως συμβαίνει με τους καθαρούς τη καρδία, που αδιαλείπτως βλέπουν τον Θεόν, όπως σημειώνει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος:
«Η χώρα η νοητή, εκείνου που είναι καθαρός εις την ψυχήν, ευρίσκεται μέσα του. Και ο ήλιος που λάμπει εις αυτόν, είναι το φως της Αγίας Τριάδος. Και ο αέρας που αναπνέουν οι οικήτορες της χώρας αυτής, είναι το παράκλητον Πνεύμα. Οι δε γείτονες αυτού είναι αι άγιαι και ασώματοι φύσεις των Αγγέλων. Και η ζωή και η χαρά και η ευφροσύνη των, είναι ο Χριστός, το φως εκ του φωτός του Πατρός. Αυτός ευφραίνεται αδιαλείπτως από την θέαν της μεταμορφωμένης ψυχής του και θαυμάζει το κάλλος του, που λάμπει απείρως τηλαυγέστερα από την λαμπρότητα του ήλιου. Αυτή είναι η Ιερουσαλήμ και η βασιλεία του Θεού, που είναι εντός μας κρυμμένη κατά τον λόγον του Κυρίου. Αυτή η χώρα της ψυχής μας είναι η νεφέλη της θείας δόξης, εντός της οποίας μόνοι οι καθαροί τη καρδία θα εισέλθουν, δια να ίδουν το πρόσωπον του Κυρίου των και θα καταυγασθή ο νους των δια του θεϊκού φωτός Του…».                                 
Εκεί όπως εκάθησα να ξεκουρασθώ εις τον τραχύν βράχον, είδον τρεις Μοναχούς νέους και μέσης ηλικίας, οι οποίοι ήσαν προσηλωμένοι εις την ακρόασιν των «Ύμνων θείων ερώτων» του αγίου πατρός μας Συμεών του Ν. Θεολόγου, που εδιάβαζε με μέθεξιν ψυχής ένας από τους Μοναχούς. Επλησίασα πιο πολύ, δια να ευρεθώ ενώπιον του ωραιοτέρου θεάματος, του κάλλους του πνευματικού, των πνευματικών δακρύων, από οσίας ψυχάς νέων, που ζούσαν έξω κόσμου και των του κόσμου και μετείχον από εδώ της αλήκτου και θείας ευφροσύνης, από την μετουσίωσιν των θείων ερώτων των προς το υπέρκαλλον Κάλλος του σαρκωθέντος Λόγου, που είναι «των εφετών το ακρότατον».                                         
Αποδίδω ελευθέρως το υπέροχον αυτό κείμενον από τους «Ύμνους θείων ερώτων», που ηλλοίωνε θείως τους ιερούς εκείνους Μοναχούς: «Αξίωσέ με, Λόγε, να βλέπω το πρόσωπόν Σου και να απολαμβάνω του απορρήτου κάλλους Σου. Να κατανοώ και να εντρυφώ εις την ανέκφραστον και φρικτήν θέαν Σου, όχι εις την ουσίαν, αλλά εις τας ενεργείας της ουσίας Σου. Διότι Συ είσαι επάνω από την φύσιν και επάνω από κάθε ουσίαν ο Κύριος και ο Θεός μου. Η δε αυγή της θείας Σου δόξης είναι φως απλούν και οράται από ημάς ως φως γλυκύ, ως φως αποκαλύπτεται, ως φως ενούται ολόκληρον, ως νομίζω εις ολοκλήρους τους δούλους Σου. Το φως Σου φαίνεται πνευματικώς έξωθεν και αίφνης ευρίσκεται εντός μας, που αναβλύζει ως ύδωρ και ως πυρ φλέγον από την καρδίαν εκείνην που θα εγγίση…                                                                                                                     
Και πάλιν με φωτίζει το φως, πάλιν οράται καθαρά, πάλιν ανοίγει ουρανούς, πάλιν σχίζει την νύκτα, πάλιν διέρχεται πανταχού, πάλιν φαίνεται μόνον. Πάλιν με αποξενώνει απ’ όλα τα ορώμενα. Πάλιν το φως με απομονώνει απ’ όλα τα αισθητά, όπως ο Θεός, που είναι υπεράνω όλων των ουρανών, μένει μόνος και ποτέ κανένας άνθρωπος δεν τον είδε. Αυτός, λοιπόν, χωρίς να ανοίγη τους ουρανούς, δια να περάση, χωρίς να σχίζη την νύκτα, ή τον αέρα και ν’ ανοίγη την στέγην μου, αιφνιδίως ενώνεται μαζύ με εμένα τον άθλιον ολόκληρος μέσα εις το Κελλίον μου, μέσα εις τον νουν μου. Και, όπως είμαι περιβαλλόμενος απ’ όλα τα αισθητά, αισθάνομαι τον εαυτόν μου, ότι είμαι έξω απ’ όλα.                                              
Δεν γνωρίζω εάν εις αυτό που μου συμβαίνει, ευρίσκομαι στ’ αλήθεια με το σώμα ή χωρίς το σώμα μου, πλέων μέσα εις το φως, το ασύνθετον, που από την θέαν του γίνομαι απλούς και άκακος. Πάντως, αυτά είναι παράδοξα θαύματα, Χριστέ μου, έργα της δυνάμεως και φιλανθρωπίας Σου, που κάνεις εις ημάς τους αναξίους…».                                                                                                                                     
Και ύστερα εδιάβαζαν οι Μοναχοί με κατάνυξιν από τους «Ύμνους των θείων ερώτων», τις ερωτικότατες στροφές προς τον Χριστόν του «τετρωμένου αγάπης» Οσίου Πατρός μας Συμεών, τους οποίους αποδίδω ελευθέρως. Θεέ μου, πως ηλλοιούτο το ωχρόν πρόσωπόν των! Ωσάν να «έπασχον τα θεία», όπως λέγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και εφηρμόζετο εις αυτούς το τροπάριον της «Μεταμορφώσεως»: «Έθελξάς πόθω με Χριστέ και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι…». Αλλά ποία ψυχή, έχουσα το Άγιον Πνεύμα της υιοθεσίας και την αγάπην του Χριστού, ήτις «εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών», δια του Αγίου Βαπτίσματος, δεν αλλοιούται θείω έρωτι από τας κατωτέρω εμπειρίας ενός Αγίου;                                
«…Τόσον περισσότερον πληγώνομαι από την αγάπην εκείνου, όσον δεν τον βλέπω και λειώνει ο νους μου. Φλέγομαι εις τον νουν και την καρδίαν μου και περιπατώ στενάζων και κατακαίομαι ζητών εδώ κι’ εκεί τον εραστήν της ψυχής μου και πουθενά δεν τον ευρίσκω.                                                                                 
Όταν δε αρχίσω να κλαίω, ως απηλπισμένος, τότε μου φανερώνεται και με βλέπει αυτός που βλέπει τα πάντα. Εγώ δε θαυμάζω και καταπλήττομαι από την ωραιότητα του κάλλους Του και πως άνοιξε τους ουρανούς και έσκυψε σε μένα ο κτίστης και μου απεκάλυψε την ανέκφραστον και υπερφυσικήν δόξαν του. Και σκεπτόμενος, πως τάχα ημπορεί κανείς να φθάση πλησιέστερα εις Εκείνον; Ή πώς να ανέλθη εις το άπειρον ύψος του; Αυτός εξαίφνης ευρίσκεται μέσα μου και απαστράπτει εις την ταλαίπωρον καρδίαν μου. Απ’ όλα τα μέρη με περιλάμπει με την αθάνατον αστραπήν του και με τας ακτίνας του καταφωτίζει όλα μου τα μέλη και ολόκληρος με αγκαλιάζει ολόκληρον και με καταφιλεί και μου παραδίδεται όλος εις εμένα τον ανάξιον.                                                                                                   
Και εγώ γεμίζω από την αγάπην Του και το κάλλος Του και χορταίνω από ηδονήν και από θείον γλυκασμόν. Εισέρχομαι εις το φως Του και μετέχω της δόξης Του. Και τότε λάμπει το πρόσωπόν μου, όπως και του ηγαπημένου μου και όλα μου τα μέλη γίνονται φωτοφόρα. Γίνομαι ωραιότερος απ’ όλους τους ωραίους, πλουσιώτερος απ’ όλους τους πλούσιους, δυνατώτερος απ’ όλους τους δυνατούς, μεγαλύτερος απ’ όλους τους βασιλείς, πολυτιμώτερος απ’ όλην την ορατήν κτίσιν και απ’ όσα υπάρχουν εις τον ουρανόν, διότι έχω μαζί μου τον Κτίστην όλης της δημιουργίας».                                                                                             
Αλλ’ ας δώσωμεν τον λόγον και εις τον έτερον γλυκύτατον άγιον Πατέρα μας Νικόδημον τον Αγιορείτην, σχολιάζοντα την θείαν Μεταμόρφωσιν του Χριστού μας. Ως γνωστόν, ο θείος Πατήρ, έχει ερμηνεύσει όλους τους Δεσποτικούς και Θεομητορικούς Κανόνας, με τόσον θεολογικόν βάθος και τόσον απλανή πνευματικήν αίσθησιν, ώστε το ογκώδες βιβλίον του, που περιλαμβάνει το σπουδαίον αυτό ερμηνευτικόν έργον του, να αποβαίνη πηγή πολυειδούς δογματικής θεολογίας, δηλαδή το «Εορτοδρόμιόν» του, εις το οποίον εκένωσεν, όχι μόνον το απέραντον πέλαγος της πολυμαθείας του, αλλά και αυτήν την αγίαν ψυχήν του. Γι’ αυτό, πολλάκις, όταν υψηγορεί εις τον πάμφωτον χώρον της θεολογίας, «πάσχων τα θεία», επαναλαμβάνει: «το λέγω, και έσωθεν σκιρτά η καρδία μου, αγαλλιάται το πνεύμα μου, και ευφραίνεται η ψυχή μου». Λέγει λοιπόν, ο θείος Πατήρ· «…Ω ηλιοστάλακτε Ιησού, Συ δεν ενήργησας το θαύμα της Μεταμορφώσεώς Σου ματαίως και χωρίς καμμίαν εύλογον αφορμήν, ουδέ απλώς και  ως έτυχεν επαράστησας κύκλω Σου εις το Θαβώριον Όρος τον Μωϋσήν και Ηλίαν και τους τρεις εκλεκτούς Αποστόλους, αλλ’ ίνα δείξης φανερά την μεταμόρφωσίν Σου, ένα προοίμιον της μελλούσης και ενδόξου παρουσίας Σου· καθώς γαρ εν τη Μεταμορφώσει ήσουν Θεός κατά φύσιν μέσω των κατά χάριν θεών, των Προφητών, δηλαδή και Αποστόλων, ούτω και εν τη μελλούση δόξη Σου εν μέσω των Αγγέλων και των ανθρώπων καθεζόμενος, θέλεις διακρίνει τους κατά χάριν όντας θεούς, και διαμοιράσει εις αυτούς τας αξίας της μακαριότητος…».   

Δεν υπάρχουν σχόλια: