Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ "ΘΕΟΤΟΚΟΣ" ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΚΑΙ Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ


ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α. ΤΣΙΓΚΟΥ
Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ἕνας γέροντας τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεώς μας ἔλεγε ὅτι θά πρέπει νά θέτουμε "φυλακήν τῷ στόματι ἡμῶν", ὅταν μιλοῦμε γιά τά "ὑπέρ ἔννοιαν" μυστήρια τοῦ Χριστοῦ. Πολύ δέ περισσότερο, ὀφείλουμε νά ἱστάμεθα μέ τόν προσήκοντα σεβασμό, ὅταν καλούμεθα νά μιλήσουμε γιά τό ὑπερφυές "μυστήριο τῶν μυστηρίων" τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν Ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο Μητέρα Του. Ἀναφορικά μέ τό ὄντως "μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον", θά μπορούσαμε, μαζί μέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐμεῖς μέ ζέουσα προσευχητική διάθεση νά ἐπαναλάβουμε τά λόγια τοῦ ὑμνωδοῦ: "Τείχισόν μου τάς φρένας Σωτήρ μου· τό γάρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τήν ἄχραντον Μητέρα σου· ἐν πύργῳ ρημάτων ἐνίσχυσόν με, καί ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με. Σύ γάρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τάς αἰτήσεις πληροῦν. Σύ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν, καί λογισμόν ἀκαταίσχυντον· πᾶσα γάρ δόσις ἐλλάμψεως παρά Σοῦ καταπέμπεται Φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον".

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἐξαρχῆς παραλάβει καί διαφυλάσσει ἀκαινοτόμητη, ἑρμηνεύει αὐθεντικά καί βιώνει ἀδιαλείπτως μία ἀληθινή περί Θεοτόκου Μαρίας δογματική παράδοση καί διδασκαλία, ὅπως αὐτή ἔχει ἐκφρασθεῖ διά τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν πολυπληθῶν συγγραμμάτων τῶν θεοφόρων Πατέρων της. Στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν, θά συνεισφέρουμε καί ἐμεῖς τόν ὀβολό μας ἐπιχειρώντας νά ἀνατρέξουμε στά μνημεῖα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἔτσι ὥστε νά γίνουμε φορεῖς καί μεταδότες τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστεως, πού παραλάβαμε γιά τά ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα, μέσα στό προαιώνιο σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους, πραγματοποιήθηκαν ἐν χρόνῳ μέ τή συμβολή τῆς Θεοτόκου. Ἀρχικά θά μᾶς ἀπασχολήσουν οἱ δογματικές διεργασίες καί οἱ ἀπόψεις ἐκείνων τῶν προσώπων, πού ἔπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στή διαμόρφωση τοῦ ὅρου "Θεοτόκος" κατά τή διάρκεια τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προκειμένου ἡ Ἐκκλησία νά διατυπώσει ἐπακριβῶς καί σαφῶς τή δογματική της διδασκαλία. Στή συνέχεια, θά ἀναπτύξουμε τή θέση ὅτι ὁ ὅρος "Θεοτόκος" εἶναι στήν πραγματικότητα χριστολογικός καί σωτηριολογικός ὅρος. Μέ ἄλλα λόγια, θά καταδείξουμε ὅτι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου συνδέεται μέ ἀκατάλυτο δεσμό καί ὀργανική, ἀμφίδρομη σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη Χριστολογία καί Σωτηριολογία, καί γι' αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα μόνο, πλήν ὅμως, ἀναπόσπαστο κεφάλαιο στή διαπραγμάτευση τοῦ δόγματος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας μπορεῖ νά κατανοηθεῖ σωστά καί νά περιγραφεῖ μέ ἀκρίβεια μόνο μέσα σ' ἕνα χριστολογικό πλαίσιο, μέσα στό κλίμα τῆς Χριστολογίας. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός καί τέλειος Θεός καί ὁ πρῶτος ἀληθινός καί τέλειος ἄνθρωπος. Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ εἶναι "ἀσυγχύτως" ἑνωμένες στό ἴδιο καί τό αὐτό πρόσωπο, σέ μία ἄρρητη ὑποστατική ἕνωση. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε κατά πάντα τέλειος ἄνθρωπος ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς καί γι' αὐτό καί ἡ μητέρα πού τόν γέννησε εἶναι ἀληθινά Θεοτόκος.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου ἀλλά καί πολύ ἐνωρίτερα, ἀποκαλοῦσαν τήν Παρθένο Μαρία ὡς Θεοτόκο. Γι' αὐτό ἄλλωστε καί δέν ἐπέτρεπαν κανένα ἴχνος ἀμφιβολίας. "Τό παιδίον Θεός καί πῶς οὐ Θεοτόκος ἤ τίκτουσα", ἐπισημαίνει πολύ εὔγλωττα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Δικαίως καί ἀληθῶς, λοιπόν, ὀνομάζουμε τήν Παρθένο Μαρία "Θεοτόκο", γιατί τό ὄνομα αὐτό ἐπιβεβαιώνει ὅτι Ἐκεῖνος πού γεννήθηκε ἀπό αὐτήν ἦταν Θεάνθρωπος, Θεός καί ἄνθρωπος σέ μία μοναδική καί ἄρρητη ὑποστατική ἑνότητα. "Εἰ γάρ Θεοτόκος ἡ γεννήσασα, πάντως Θεός ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, πάντως δέ καί ἄνθρωπος". Σ' αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀρχαιοπαράδοτη δογματική διδασκαλία γιά τή Θεοτόκο στηρίζεται καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅταν προειδοποιεῖ μέ ἕναν ἀφοριστικό τρόπο: "Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τήν Ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστιν τῆς θεότητος".
Τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπετέλεσε ὁ Χριστός μέ τήν Ἐνανθρώπησή Του, κατά τήν ὁποία προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, τήν ἀνύψωσε, τή θέωσε καί τήν ἔσωσε. Ἡ τελειότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ συνδέεται ἀναπόσπαστα καί ὀργανικά μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Θά λέγαμε ὅτι συνιστᾶ θεμελιώδη προϋπόθεση γιά τήν τελειότητα τῆς σωτηρίας. "Ὅλον γάρ ὅλος ἀνέλαβέ με, καί ὅλος ὅλῳ ἡνώθη, ἵνα ὅλῳ τήν σωτηρίαν χαρίσηται· τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον". Στό Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, στό Σύμβολο τῆς πίστεως, ὁμολογοῦμε: "Τόν δι'ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καί σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσαντα".
Λίγες μόλις δεκαετίες μετά τό γεγονός τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ πρῶτες παραχαράξεις τῆς πίστεως καί ἀργότερα οἱ μεγάλες χριστολογικές αἱρέσεις στήν Ἐκκλησία Του, σχετικά μέ τό πρόσωπο καί τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων. Ποιός εἶναι Αὐτός; Ποιά εἶναι ἡ σχέση Του μέ τό Θεό; Πῶς κατανοεῖται ἡ σχέση καί ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό, ἡ ἕνωση δηλαδή ἀκτίστου καί κτιστοῦ ἀπό τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ; Πῶς μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως "Υἱός τοῦ ἀνθρώπου;" Μέ ποιό τρόπο γεννήθηκε ἀπό γυναίκα; Πῶς εἶναι δυνατό ἡ μητέρα Του, ἡ Παρθένος Μαρία νά ἀποκαλεῖται "Θεοτόκος"; Τά ἐρωτήματα πού ἐτίθεντο ἀφοροῦσαν ὄχι μόνο τή θεότητα τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλά καί τήν Ἐνανθρώπησή Του.
Οἱ προβληματισμοί αὐτοί προξένησαν μακραίωνες δογματικές συζητήσεις. Ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νά προφυλάξει τά πιστά μέλη της καί νά ἀπαντήσει στίς ἀποκλίνουσες ἀπόψεις διατύπωσαν αὐθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισαν Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες διατύπωσαν αὐθεντικά τήν πίστη της καί καθόρισαν τά δόγματά της. Οἱ δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνόδων, γνωστές ὡς "ὅροι", δηλαδή ὅρια-ὁριοθετήσεις, ἐμπεριέχουν σωτήριες ἀλήθειες. Συνεπῶς, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά σωτηριολογικές προτάσεις ζωῆς, ἀφοῦ καταγράφουν τήν κοινή πίστη καί τήν καθολική συνείδηση καί διαχρονική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Οἱ ἀμφισβητήσεις γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίσθηκαν πολύ νωρίς, καταρχήν μέ τήν αἵρεση τοῦ Δοκητισμοῦ καί τοῦ Μοναρχιανισμοῦ. Ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων τριαδολογικῶν αἱρέσεων τέθηκε ἐκ νέου τό χριστολογικό ζήτημα, γιατί τόσο οἱ ἀρειανοί ὅσο καί οἱ εὐνομιανοί εἶχαν δική τους "Χριστολογία", στήν ὁποία, ἀσφαλῶς, ἀπάντησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἐποχή αὐτή τό ἐνδιαφέρον ἐστρέφετο πρωτίστως στό τριαδολογικό δόγμα, πού ἀφοροῦσε τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τή σχέση Του μέ τό Θεό Πατέρα Του. Γι' αὐτό, ἄλλωστε, καί κατά τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Νικαίας τό ἔτος 325, οἱ Πατέρες δέν συζήτησαν γιά χριστολογικά θέματα, πού ἀφοροῦσαν τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου καί τῆς σχέσεώς του μέ τή Μητέρα Του. Ὡστόσο, εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἄμεση ἄρνηση τῆς θεότητας τοῦ Χριστοῦ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα καί τήν ἔμμεση ἄρνηση τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου.
Ἀργότερα, τό χριστολογικό ζήτημα τέθηκε ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας. Ὁ Ἀπολινάριος (†390), ὅπως καί ἡ λεγομένη Ἀλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως τήν ἑνότητα στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συχνά εἰς βάρος τῆς πληρότητας του ἀνθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι τέλειος Θεός καί κατά τήν Ἐνανθρώπηση ἔλαβε μόνο σάρκα ("Θεός σαρκοφόρος"), δηλαδή ἀνθρώπινο σῶμα καί ἄλογη ψυχή, ὄχι ὅμως καί ἀνθρώπινο νοῦ, γιατί αὐτό θά σήμαινε τήν τελειότητα (ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Ὁ Ἀπολινάριος θεωροῦσε πώς ὁ Χριστός γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι τέλειος Θεός. Γιά νά εἶναι λοιπόν δυνατή ἡ πλήρης ἕνωση στόν Ἕνα Χριστό, δίδασκε ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαβε κατά τήν Ἐνανθρώπηση τέλεια ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά μόνο τό ἀνθρώπινο σῶμα ἐμψυχωμένο μέ ζωϊκή (ἄλογη) ψυχή καί ὄχι ἀνθρώπινο νοῦ. Προτιμοῦσε νά χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο "σάρξ", ὄχι ὅμως μέ τή βιβλική του σημασία. Ἐπέμενε στή στενή ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Χριστό, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση Του δέν ἦταν πλήρης. Τήν ἕνωση Λόγου καί σαρκός σέ μία φύση τήν χαρακτήριζε "ἕνωσιν οὐσιώδη", "ἕνωσιν σύνθετον" καί "ἕνωσιν φυσικήν". Ἡ "κολοβωμένη" ἀνθρώπινη φύση μετά τήν ἕνωση πρέπει νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπορροφήθηκε καί χάθηκε μέσα στούς κόλπους τοῦ Λόγου, ἔτσι ὥστε ὁ Χριστός νά μήν εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο τέλειο Θεός.
Στή διδασκαλία τοῦ Ἀπολιναρίου ἀντέδρασαν ἀπό πολύ νωρίς οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τόν καταδίκασαν πολλές φορές. Ἡ ὁριστική ὅμως καταδίκη τῆς αἱρετικῆς του κακοδοξίας ἔγινε ἀπό τήν Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἔτος 381. Ὁρισμένοι ἐκφραστές τῆς Ἀντιοχειανῆς Σχολῆς, στήν προσπάθειά τους νά ἀντικρούσουν τόν Ἀπολινάριο, ἔφθασαν στό ἄλλο ἄκρο. Τήν ἐποχή αὐτή κύριος ἐκπρόσωπός τους ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ταρσοῦ Διόδωρος (†392). Αὐτός διέκρινε τίς δύο φύσεις στό Χριστό σέ σημεῖο πού ἔφθανε νά δεχθεῖ σχεδόν καί "δύο Υἱούς" κατά τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τόν "Υἱό τοῦ Θεοῦ" καί τόν "Υἱό Δαβίδ". Ὁ Διόδωρος μποροῦσε νά κάνει λόγο γιά τίς "δύο φύσεις" στό Χριστό καί μετά τήν ἕνωση, ἔτσι ὥστε οἱ δύο φύσεις νά μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτές καί ὡς δύο πρόσωπα στόν Ἕνα Χριστό.
Ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, μαθητής τοῦ Διοδώρου, προφανῶς γι' αὐτόν τό λόγο, ἄρχισε νά μιλᾶ καί γιά "δύο Υἱούς". Μέ τίς θέσεις αὐτές ὁ Θεόδωρος θεωρήθηκε ὡς πρόδρομος καί δημιουργός τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Ὑποστήριζε πώς στήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Χριστό εἶναι ἕνα πρόσωπο, ὡστόσο δέν δεχόταν πραγματική ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό. Τόσο ὁ Θεόδωρος ὅσο καί οἱ ὑπόλοιποι Νεστοριανοί τήν ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Χριστό ἀποκαλοῦσαν "ἐνοίκηση" καί "συνάφεια", δηλαδή "συνένωση" ὡς ἠθική ἕνωση. Μεταξύ τοῦ Θείου Λόγου καί τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ ἀναγνώριζε ὅτι ὑπάρχει ἑνότητα γνώμης, δηλαδή ἐξωτερική ἕνωση. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό ἦταν "σχετική ἕνωση", εἶχε δηλαδή τήν ἔννοια τῆς "ἐπαφῆς" καί "συνάφειας".
Μ' αὐτό τόν τρόπο, ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας καί γενικά ἡ Ἀντιοχειανή Σχολή, ἀρνοῦνταν τήν πραγματική ὑποστατική ἕνωση καί χώριζαν τό Χριστό στά δύο. Γι' αὐτό ἀπέφευγαν τή χρήση ἐκφράσεων ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἤ ὁ Θεός ἔπαθε. Τή μητέρα τοῦ Κυρίου προτιμοῦσαν νά τήν ἀποκαλοῦν "ἀνθρωποτόκο", γιατί ἔλεγαν ὅτι αὐτή ἐγέννησε τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος στά σπλάχνα της, κατά τόν χρόνο διαπλάσεως τοῦ ἐμβρύου ("ἐν τῇ διαπλάσει" ὅπως ἔλεγε), ἑνώθηκε μέ τό Λόγο. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων (Λόγου καί ἀνθρώπου) κατά τήν Ἐνανθρώπηση χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Θεόδωρο ὡς "συνάφεια", δηλαδή ὡς ἠθική ἕνωση.
Οἱ ἀκραῖες αὐτές ἀπόψεις ἔγιναν εὐρύτερα γνωστές κυρίως μέ τό Νεστόριο, μαθητή τοῦ Θεοδώρου. Ὅταν ὁ Νεστόριος ἔγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περίπου τό ἔτος 428, ἔφερε ὡς σύμβουλο μαζί του ἀπό τήν Ἀντιόχεια τόν ἱερέα Ἀναστάσιο. Ὁ τελευταῖος, σέ κήρυγμα πού ἔκανε ἐνώπιον τοῦ Νεστορίου, εἶπε: "Θεοτόκον τήν Μαρίαν καλείτω μηδείς Μαρία γάρ ἄνθρωπος ἦν, ὑπό ἀνθρώπου δέ Θεόν τεχθῆναι ἀδύνατον". Τά λόγια αὐτά προκάλεσαν εὐλόγως δογματικό σκάνδαλο στόν εὐσεβή λαό, ὁ ὁποῖος ἀποκαλοῦσε τή μητέρα τοῦ Σωτῆρος "Θεοτόκο", ἀφοῦ εἶχε γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τόν Μονογενή.
Ὁ πατριάρχης Νεστόριος ἔσπευσε νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη καί μέ τό κῦρος του νά καλύψει τόν Ἀναστάσιο καί μέ σειρά ὁμιλιῶν του προσπάθησε νά ἀναλύσει τήν θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου "Θεοτόκος" μέ τό "Χριστοτόκος", καθ' ὅτι ἡ Θεοτόκος γι' αὐτόν γέννησε τόν "ψιλόν ἄνθρωπον Χριστόν". Ἀπέρριπτε τόν ὅρο "Θεοτόκος" ὡς μή ἁγιογραφικό, ἀλλά ὡς ἐθνικό καί ἐπιδεκτικό εἰδωλολατρικῆς ἐννοίας καί παρανοήσεως καί κατά συνέπεια δέν δεχόταν τήν προσωνυμία "μήτηρ Θεοῦ", γιά νά μήν θεωρήσει κάποιος τήν Παρθένο "θεά", πού γέννησε τό Θεό γυμνό, χωρίς τήν ἀνθρωπότητά του. Ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε μόνο τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ, μέ τόν ὁποῖο ἦταν ἑνωμένος "κατ' ἄκραν συνάφειαν" ὁ Θεός Λόγος. Γι' αὐτό ὑποστήριζε ὅτι ὁ Λόγος ἁπλῶς "προῆλθε" ἤ "παρῆλθε" ἤ "διῆλθε" διά μέσου αὐτῆς, ἀλλά δέν "γεννήθηκε" ἀπό αὐτήν. Μέ τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ ἦλθε σέ "συνάφεια" ἡ θεία φύση μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψει ἕνα ὄχι πραγματικό, ἀλλά ἠθικό πρόσωπο, στό ὁποῖο ὁ Νεστόριος ἀπέδιδε τό ὄνομα "Χριστός", καί γι' αὐτό ἀκριβῶς ἡ Παρθένος Μαρία θά πρέπει νά ὀνομάζεται, κατ' αὐτόν, "Θεοδόχος", "Θεοφόρος""ἀνθρωποτόκος" καί "Χριστοτόκος", ὄχι ὅμως "Θεοτόκος". Μέ βάση αὐτές τίς ἀπόψεις κατέληγε στό αὐτονόητο συμπέρασμα ὅτι ἡ Παναγία γέννησε ἕναν κοινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἦταν ταυτόχρονα καί τό κατοικητήριο ἤ ὄχημα τῆς θεότητας. Πρόκειται, λοιπόν, κατά βάση γιά ἐνοίκηση τῆς θεότητας στήν ἀνθρωπότητα, καί ὄχι γιά "καθ' ὑπόστασιν" ἕνωση.
Μέ τή διδασκαλία του ὁ Νεστόριος διέστρεφε τή βιβλική ἔννοια τῆς Ἐνσαρκώσεως καί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν Θεός, ἀλλά ὁ "ψιλός ἄνθρωπος Ἰησοῦς", πού ἦταν ἁπλῶς "κτήτωρ τῆς θεότητος" ἤ "ὄργανον μᾶλλον καί ἐργαλεῖον θεότητος καί ἄνθρωπος θεοφόρος". Ὁ Νεστόριος κατέστρεφε κυριολεκτικά τήν ἔννοια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, δυνάμει τῆς ὁποίας καί ὡς συνέπεια αὐτῆς ἦταν ἀπολύτως δικαιολογημένος ὁ χαρακτηρισμός τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς "Θεοτόκου". Ἀντί γιά τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων "ἐξ ἄκρας συλλήψεως" δεχόταν ἁπλή "συνάφεια" καί ἐπαφή, κατά τό παράδειγμα τῆς τοποθετήσεως δύο ἐπαλλήλων σανίδων ἤ ἔκανε λόγο γιά ἕνωση "σχετική", κατά τό παράδειγμα τῶν δύο συζύγων ἤ δύο φίλων. Μιλοῦσε γιά "κατ' ἐνοίκησιν""κατ'εὐδοκίαν""κατά θέλησιν" ἕνωση, δηλαδή ὄχι πραγματική καί ἀληθινή καί πλήρη, ἀλλά μόνο ἐξωτερική καί φαινομενική καί ἠθική ἕνωση καί τελικῶς ἀπέρριπτε τήν "φυσική" ἕνωση, τήν "ὑποστατική" ἕνωση ἤ τήν "καθ'ὑπόστασιν ἕνωσιν" τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Νεστόριος ἐπέμενε στό ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ "σαρκώθηκε" καί δέν "γεννήθηκε" ἀπό τή Θεοτόκο κατά τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἀκόμη, ἀπέρριπτε τίς δύο γεννήσεις τοῦ Λόγου καί τή διπλή ὁμοουσιότητα Αὐτοῦ, ὅτι δηλαδή "ὁ Λόγος εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί ὁμοουσίως μέ τή Μητέρα Του καί μέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους κατά τήν ἀνθρωπότητα". Ὁ Νεστόριος κάνει λόγο γιά "συνάφεια εἰς ἕν πρόσωπον" καί εἰσηγεῖται μία δυαδικότητα πού δέν κατόρθωσε τελικά νά ξεπεράσει. Καθώς δέ χώριζε τίς δύο ἐν Χριστῷ φύσεις, ὑπονοοῦσε ὅτι ὁ Χριστός ἔχει καί δύο πρόσωπα. Διέκρινε τόν ἕνα Υἱό σέ δύο Υἱούς, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί τόν Υἱό τῆς Παρθένου. Τή διάκριση σέ δύο Υἱούς τή συστηματοποίησε καί ὁδηγήθηκε στήν ἀπόρριψη τοῦ ὅρου "Θεοτόκος". "Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς καί ὁ Λόγος, δύο διαφορετικές ὑποστάσεις, μολονότι ἑνώνονται κατά ἠθική καί βουλητική σχέση, ἀποτελοῦν δύο χωριστά καί διακεκριμένα πράγματα". Ἡ "συνάφεια" σέ ἕνα πρόσωπο τῶν δύο φύσεων δέν ἦταν ὁ Θεός Λόγος, ἀλλά ἦταν ἡ "συνάφεια" ἐκείνη πού προέρχεται ἀπό τή "συνάφεια" τοῦ Λόγου μέ τόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Νεστορίου νά δεχθεῖ τήν ὑποστατική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό Χριστό τόν ὁδηγοῦσε στήν ἄρνηση καί τῆς θεότητάς Του. Γιά τό Νεστόριο τό ὄνομα Χριστός σήμαινε καί τίς δύο φύσεις, γι' αὐτό καί τό θεωροῦσε "μήνυμα τῶν δύο φύσεων". Τόνιζε πώς τό ὄνομα αὐτό δέν ἀναφέρεται στήν οὐσία τοῦ Λόγου, ἀλλά στή θεία οἰκονομία. Ἰσχυριζόταν πώς εἶναι ἀδιανόητο νά λέμε ὅτι ὁ Χριστός, ὡς Θεός Λόγος, γεννήθηκε, ἔπαθε, σταυρώθηκε. Ἀφοῦ προηγουμένως ἀπέρριπτε τό ὅτι ὁ γεννηθείς ἀπό τήν Παρθένο εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα κατά τή θεότητα καί συνεπῶς κατά φύσιν Θεός, κατέληγε πώς ἡ Θεοτόκος γέννησε τόν Χριστό πού δέν ἦταν ὁ Θεός Λόγος. Μέ ἄλλα λόγια, ἀπέρριπτε τό ὅτι ὁ γεννηθείς πρό τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα καί εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, γεννήθηκε ἐν χρόνῳ κατά τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, καί συνεπῶς εἶναι κατά φύσιν ἄνθρωπος καί ὁμοούσιος μέ ἐμᾶς.
Ὁ Νεστόριος, προφανῶς, ταύτιζε καί ἄρα συνέχεε τίς δύο "γεννήσεις" τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Μέ τίς ἀπόψεις του διέστρεφε καί τήν πραγματική σημασία τοῦ ὅρου "Θεοτόκος", τόν ὁποῖο ἀπό "ἀμάθεια" ἤ ἀδυναμία καί ἀνεπάρκεια κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἀρνήθηκε νά ἀποδώσει στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλώντας τήν "Χριστοτόκο". Γι' αὐτό προέτρεπε ὅλους τούς χριστιανούς νά μήν ἀποκαλοῦν τή Μαρία, τή μητέρα τοῦ Χριστοῦ, Θεοτόκο. Ὅλες αὐτές οἱ δοξασίες ὁδηγοῦσαν στήν οὐσιαστική ἀμφισβήτηση τοῦ γεγονότος τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί, κατ' ἐπέκταση, στήν πλήρη κατάρρευση τοῦ δόγματος τῆς σωτηρίας. Ἡ δέ μετά πείσματος ἐπιμονή τοῦ Νεστορίου στίς αἱρετικές του δοξασίες, τόν ὁδήγησε σέ συνοδική καταδίκη ἀπό τήν Γ´ καί τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἡ Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τόν Β´ στήν Ἔφεσο τό ἔτος 431, μέ βασικό στόχο τήν ἀνακατασκευή καί καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀποκλίσεων του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου. Στή Σύνοδο προήδρευσε ὁ πατριάρχης Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί παρευρίσκοντο ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα Ρώμης Κελεστίνου, ὅπως καί ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς. Γιά τούς Πατέρες τῆς Συνόδου μέ τή διδασκαλία τοῦ Νεστορίου διακυβεύεται ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα αὐτή καθ' ἑαυτή ἡ πραγματικότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἐάν πράγματι ὁ Θεός δέν ἑνώθηκε πλήρως μέ τόν ἄνθρωπο, τότε πῶς εἶναι δυνατό νά τόν σώσει; Γι' αὐτό ἐπέμεναν στήν πλήρη καί ἀσύγχυτη ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου τόσο, ὥστε νά ὀνομάζουν τή Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ὄχι ἁπλῶς "Χριστοτόκο" (ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Νεστόριος), ἀλλά ἀληθινά καί πραγματικά "Θεοτόκο".
Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ὄχι μόνο καταδίκασαν τόν Νεστόριο, ἀλλά καί ἐπικύρωσαν καί ἐπιβεβαίωσαν τήν περί Θεοτόκου διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι καί Χριστοτόκος, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι καί Θεοτόκος. "Εἰ γάρ Χριστοτόκος, πάντως ὅτι καί Θεοτόκος εἰ δέ οὐ Θεοτόκος, οὐδέ Χριστοτόκος". Σύμφωνα μέ τόν ἱερό πατέρα ὁ χαρακτηρισμός "Θεοτόκος" γιά τήν Παρθένο Μαρία θεωρεῖται κατά πάντα παραδοσιακός καί ἀποτελεῖ τή λυδία λίθο καί τόν πυρήνα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Ἡ ἐπικύρωση τῆς περί τῆς Παρθένου Μαρίας, ὡς Θεοτόκου, διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἦταν συνάμα καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀμετακίνητης πίστης γιά τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ τέλειος κατά τήν θεότητα καί τέλειος κατά τήν ἀνθρωπότητα Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἕνας καί ὁ αὐτός, ὁ Θεός Λόγος. Ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι "ἕνωσις ἀληθής" ἤ ἀκριβέστερα "ἕνωσις καθ' ὑπόστασιν" καί δηλώνεται ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο σαφέστατα μέ τή φράση "μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη. Τό "σεσαρκωμένη " γιά τόν ἱερό πατέρα δηλώνει τήν τελειότητα ( ἀκεραιότητα) τῆς ἀνθρωπότητας στή μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου καί ἀσφαλῶς σημαίνει τήν πλήρη Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Στήν ἀποκαλούμενη " Ἔκθεση Πίστεως τῶν διαλλαγῶν", πού ἔγινε οὐσιαστικά ὁ ἐπίσημος δογματικό "ὅρος" τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διακηρύχθηκε μέ ἐπίσημο τρόπο Θεοτόκος ἡ Παρθένος Μαρία, ἐντός τῆς ὁποίας σαρκώθηκε "ἀσυγχύτως" ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δηλώνεται ρητά στό ἐν λόγῳ δογματικό κείμενο, "κατά τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν ". Ἡ μελέτη τῶν πηγῶν καί ἡ σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα πώς ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ὑπῆρξε πρωταγωνιστική καί καθοριστική στήν ἀνάδειξη καί προβολή τοῦ ὅρου "Θεοτόκος" ὁ ὁποῖος καθίσταται ὁ δογματικός ὁρισμός τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου .
Ὡστόσο, παρά τή ρητή συνοδική καταδίκη τοῦ Νεστορίου , τό χριστολογικό ζήτημα δέν ἔληξε ὁριστικά, ἀλλά συνεχίσθηκε γιά πολλούς αἰῶνες καί γιά τή διευθέτησή του χρειάσθηκε νά συγκληθοῦν καί ἄλλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Μετά τό Νεστόριο καί σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις του ἐμφανίσθηκε ὁ Μονοφυσιτισμός, μέ κύριο ἐκπρόσωπό του τόν Εὐτυχή. Αὐτός ἐπικαλοῦνταν τόν Κύριλλο, τόν ὁποῖο ὅμως ἑρμήνευε μονόπλευρα καί ἐσφαλμένα, προφανῶς γιατί δέν εἶχε κατανοήσει τόν κυρίαρχο σωτηριολογικό χαρακτῆρα τῆς Χριστολογίας του.
Ὁ Εὐτυχής δέν δεχόταν τό ὁμοούσιο τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου μέ τό σῶμα τῆς Μητέρας Του καί μέ τό δικό μας, γιατί, ὅπως ἔλεγε, Αὐτός εἶναι Θεός μας. " Ὁ Κύριος δέν ἔλαβε ἀπότήν Παρθένο σάρκα ὁμοούσια μέ ἐμᾶς, ἀλλά τό σῶμα τοῦ Κυρίου δέν εἶναι σῶμα ἀνθρώπου· ἀνθρώπινο εἶναι τό σῶμα ἀπό τήν Παρθένο . Ἔκανε λόγο γιά ἀλλοίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό Χριστό μετά τήν ἕνωση καί ἀναγνώριζε στό Χριστό δύο φύσεις πρίν τήν ἕνωση, μετά ὅμως τήν ἕνωση μία, καθ' ὅτι ἡ θεία φύση ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη. Ὁ Εὐτυχής, ὅπως νωρίτερα καί ὁ Νεστόριος, ταύτιζε τούς ὅρους "φύση " καί "πρόσωπο", θεωρώντας ὅτι φύση καί πρόσωπο εἶναι ὅροι ἀχώριστοι. Ἐνδιαφερόταν νά ἀποδείξει ὅτι στό Χριστό ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο καί συνεπῶς μία μόνο φύση. Συγκεκριμενα ὑποστήριζε: " Ὁμολογῶ ἐκ δύο φύσεων γεγενῆσθαι τόν Κύριον ἡμῶν πρό τῆς ἑνώσεως, μετά δέ τήν ἕνωσιν μίαν φύσιν ὁμολογῶ" . Ὁ Εὐτυχής καταδικάσθηκε καί ἀφορίσθηκε ὡς μονοφυσίτης αἱρετικός ἀπό τήν "Ἐνδημοῦσα" Σύνοδο τοῦ 448 καί λίγο ἀργότερα ἀπό τόν Πάπα Ρώμης Λέοντα μέ τήν ἐπιστολή πρός τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό. Πρόκειται γιά μία δογματική χριστολογική ἐπιστολή τοῦ Λέοντος, τή γνωσή ὡς "Τόμος τοῦ Λέοντος".
Ἡ καταδίκη τοῦ Εὐτυχοῦς προκάλεσε τήν ἀντίδραση τοῦ Διοσκόρου Ἀλεξανδρείας. Ὁ Διόσκορος ἐναντιώθηκε στόν Νεστοριανισμό, ἀλλά, παρέχοντας θεολογική καί ἐκκλησιατική στήριξη στόν Εὐτυχή, κατάφερε νά παρασύρει ἀξιοσημείωτο ἀριθμό κληρικῶν καί μοναχῶν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Καθώς εἶχε τήν ὑποστήριξη του αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Β´, συνεκάλεσε ὑπό τήν προεδρεία του Σύνοδο τό ἔτος 449 στήν Ἔφεσο. Ἡ Σύνοδος δικαίωσε τόν Εὐτυχή, καταδίκασε τόν Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, καί ὅλους τούς "ἀνατολικούς " ἐπισκόπους πού ἦταν ἀντίθετοι μέ τή μονοφυσιτική διδασκαλία τοῦ Εὐτυχοῦς. Παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή συγκλήθηκε ὡς Οἰκουμενική δέν ἔγινε δεκτή ὡς τέτοια ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί χαρακτηρίσθηκε ὡς "Ληστρική .
Προκειμένου νά καταδικασθεῖ γιά μία ἀκόμη φορά ὁ Νεστοριανισμός ἀλλά καί νά ἀντιμετωπισθεῖ ἡ νέα χριστολογική αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί ἐπί τέλους νά εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή διογκούμενη ἀντίδραση τῶν πιστῶν της, συγκλήθηκε ἡ Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδος στή Χαλκηδόνα τό ἔτος 451. Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τούς Νεστοριανούς πού θεωροῦσαν τόν Κύριον ψιλόν ἄνθρωπο, ἀπέρριπταν τόν ὅρο " Θεοτόκος" καί διαιροῦσαν τό ἕνα πρσοωπο τοῦ Κυρίου σέ δύο. Καταδίκασε τόν Εὐτυχή καί τούς ὀπαδούς τῆς μονοφυσιτικῆς αἱρέσεως πού πρέσβευαν σύγκραση καί σύγχυση τῶν δύο φύσεων, δέχοταν δύο φύσεις πρίν τήν ἕνωση, μία φύση μετά τήν ἕνωση καί ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνθρώπινη φύση ὅμοια μέ ἐμᾶς. Ἡ σπουδαιότητα τῆς Συνόδου ἐντοπίζεται στό γεγονός ὅτι διατύπωσε μέ ἀκριβολόγο θεολογική ὁρολογία τό χριστολογικό δόγμα σχετικά μέ τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ καί τόν τρόπο τῆς μεταξύ τους σχέσεως στή μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καθόρισε ὅτι ὑπάρχουν δύο φύσεις ἑνωμένες ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως σέ ἕνα πρόσωπο ἤ μία ὑπόσταση.
Στόν "Ὅρο Πίστεως" τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος διαβάζουμε: "Ἑπόμενοι τοίνυν τοῦς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός, γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ' ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι' ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον Μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, αδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἔνωσιν, σωζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ' ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν Μονογενῆ, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον " .
Ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, συγκλήθηκε τό ἔτος 553 στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό ἡ Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδος, προκειμένου ἀφενός νά διασφαλίσει τό κύρος τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἀφετέρου νά καταδικάσει τά λεγόμενα "Τρία Κεφάλαια " καί τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένη καί τῶν ὀπαδῶν του. Στό δογματικό της"ὅρο" ἡ Σύνοδος μεταξύ ἄλλων, καταδικάζει τίς νεστοριανικές αἱρετικές ἀπόψεις, ἐπαναλαμβάνει ὅσα ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση ἀποδέχεται γιά τίς "δύο γεννήσεις" τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἀναθεματίζει ὅλους ὅσους δέν ὁμολογοῦν " κυρίως καί κατ' ἀλήθειαν" Θεοτόκο τήν Παρθένο Μαρία.
"Εἰ τις καταχρηστικῶς, ἀλλ' οὐκ ἀληθῶς Θεοτόκον λέγει τήν ἁγίαν ἔνδοξον ἀειπάρθενον Μαρίαν, ἤ κατά ἀναφοράν, ὡς ἀνθρώπου ψιλοῦ γεννηθέντος, ἀλλ'οὐχί τοῦ Θεοῦ Λόγου σαρκωθέντος ἐξ αὐτῆς, ἀναφερομένης δέ κατ' ἐκείνους τῆς τοῦ ἀνθρωπου γεννήσεως ἐπί τόν Θεόν λόγον, ὡς συνόντα τῷ ἀνθρώπῳ γενομένῳ· καί συκοφαντεῖ τήν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον, ὡς κατά ταύτην τήν ἀσεβῆ ἐπινοηθεῖσαν παρά Θεοδώρου ἔννοιαν Θεοτόκον τήν παρθένον εἰποῦσαν· ἤ εἴ τις ἀνθρωποτόκον αὐτήν καλεῖ ἤ χριστοτόκον ὡς τοῦ Χριστοῦ μή ὄντος Θεοῦ, ἀλλά μή κυρίως καί κατα ἀλήθειαν Θεοτόκον αὐτήν ὁμολογεῖ, διά τό τόν πρό αἰώνων ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα Θεόν Λόγον ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐξ αὐτῆς σαρκωθῆναι,οὔτω τε εὐσεβῶς καί τήν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον Θεοτόκον αὐτήν ὁμολογῆσαι, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω".
Μέ τό Χριστολογικό ζήτημα ἀσχολήθηκε καί ἡ ΣΤ´ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τά ἔτη 680 -681, καί ἰδιαίτερα μέ μία πλευρά τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τόν Μονοεργητισμό καί Μονοθελητισμό, τόν ὁποῖο καί καταδίκασε ἐπικυρώνοντας ταυτόχρονα τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνοδων. Στή Σύνοδο αὐτή, μέ συνοδική ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πατριάρχου Ἰεροσολύμων, πού ἀνακεφαλαιώνει ὅλο τό Τριαδολογικό καί Χριστολογικό δόγμα,τονίζεται ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι "Θεοτόκος" καί "Ἀειπάρθενος" · "πρό τοῦ τόκου καί ἐν τῷ τόκῳ καί μετά τόν τόκον" . Ἡ "ἀειπαρθενία" τῆς Παναγίας εἶναι δογματική συνέπεια τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτή ἦταν ἀληθινά "Θεοτόκος" καί συμβολίζεται εἰκονογραφικά μέ τήν παράσταση τριῶν ἀστεριῶν πού φέρει στό μαφόριό της. Ἡ Θεοτόκος εἶναι καί Ἀειπάρθενος καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό κατ' ἐξοχήν ἐκφραστικό ὄνομα τῆς Θεοτόκου. Στά δύο αὐτά ὀνόματα "Θεοτόκος" καί "Ἀειπάρθενος" μπορεῖ νά συνοψισθεῖ ὅλη ἡ δογματική διδασκαλία γιά τήν Παρθένο Μαρία.
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδος, πού συγκλήθηκε κατά τά ἔτη 691 -692 στήν Κωνσταντινούπολη, μέ σκοπό νά συμπληρώσει τό νομοθετικό ὑστέρημα τῶν δύο προηγηθεισῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀχολήθηκε καί μέ τήν κατάπαυση ὁρισμένων παραδοξοτήτων, πού ἀπό καιρό εἶχαν ἐμφανισθεῖ καί ἀναφέρονταν σέ ἔθιμα τῶν Χριστιανῶν κατά τά "ἐπιλόχεια" τῆς Θεοτόκου. Μεταξύ τῶν πολλῶν κανόνων πού ἐξέδωσε, μέ τόν 79ο κανόνα της ὄχι μόνο καταπόλεμησε καί καταδίκασε τά λεγόμενα "ἐπιλόχεια" ἔθιμα, ἀλλά καί ὑπογράμμισε τόν ἀλόχευτο χαρακτήρα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή Θεοτόκο, σημειώνοντας χαρακατηρισκά "ἀλόχευτον τόν ἐκ τῆς Παρθένου θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες ".
Ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκληθηκε στή Νίκαια τό ἔτος 787 , ἐξ αἰτίας τῆς Εἰκονομαχίας. Στόν "ὅρο" τῆς πίστεως ἀνακεφαλαιώνεται ὁλόκληρη ἡ μακραίωνη ὀρθόδοξη πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπαναλαμβάνεται ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου εἶναι Ἀειπάρθενος καί ἀληθινά Θεοτόκος. "Ὁμολογοῦμεν δέ καί τήν δέσποιναν ἡμῶν τήν ἁγίαν Μαρίαν κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκον, ὡς τεκοῦσαν σαρκί τόν ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν... σύν τούτοις δέ καί τάς δύο φύσεις ὁμολογοῦμεν τοῦ σαρκωθέντος δι'ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀχράντου Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αὐτόν Θεόν καί τέλειον ἄνθρωπον γινώσκοντες.
Μέ ὅσα ἀναφέρθηκαν μέ ἰδιαίτερα συνοπτικό τρόπο, μπορεῖ εὔκολα νά κατανοηθεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο δέν εἶναι καθόλου ἄσχετη μέ ὁλόκληρη τήν δογματική της παράδοση. Ἀντιθέτως σχετίζεται ὀργανικά καί συνδέεται πρωταρχικά μέ τή Χριστολογία καί τή Σωτηριολογία, γιατί μέ τή Θεοτόκο σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος , ὁ Κύριος τῆς Δόξης καί Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Ἄσαρκος Λόγος, προκειμένου νά πληρωθεῖ ἡ σωτηριώδης θεία οἰκονομία. Μιά διαστρεβλωμένη καί "μειωμένη" Χριστολογία ἔχει ὀλέθρια ἀποτελέσματα, ἀφοῦ καταλύει τό δόγμα τῆς σωτηρίας. Ἀλλά καί κάθε ὀρθόδοξη δογματική διδασκαλία, ὅπως ἡ σχετική περί Θεοτόκου, κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται ἀποκλειστικά ἐντός καί διά τῆς Θεολογίας καί τῆς Χριστολογίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, καθώς ἔχει στέρεη βάση της τή Χριστολογία, δέν εἶναι καί δέν ἐπιτρέπεται νά μετατραπεῖ σέ αὐτονομημένη, ἀνεξάρτητη καί αὐτοδύναμη Μαριολογία καί Μαριολατρεία , ἤ ἀκόμη σέ ἀνθρωπολογία μέ κέντρο της τήν Παρθένο Μαρία, ἀλλά εἶναι πρωτίστως καί κατεξοχήν Χριστολογία, στήν ὁποία συμπεριλαμβάνεται ἀσφαλῶς καί ἡ ἀνθρωπολογία καί ἡ περί Θεοτόκου διδασκαλία. Οἱ ὅποιες παρανοήσεις, παραχαράξεις καί καινοτομίες , πού ἀφοροῦσαν τό πρόσωπο καί τό ἔργο τῆς Παρθένου Μαρίας, προῆλθαν σαφέστατα ἀπό μία λανθασμένη καί "κολοβωμένη" Χριστολογία, ἀπό τήν παρανόηση τοῦ δόγματος τῆς Ἐνανθρωπήσεως. Κατά συνέπεια, ἡ ὀρθόδοξη ἀλήθεια γιά τή Μητερα τοῦ Χριστῦ ὡς Θεοτόκου δέν μπορεῖ παρά νά "ἐπιστηρίζεται σέ χριστολογική βάση"!
Οἱ ἀστείρευτες πηγές τῆς συνοδικῆς καί πατερικῆς παράδοσης τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, ἀπό τίς ὁποῖες μικρόν μόνο μέρος ἀξιοποιήθηκε καί παρουσιάσθηκε ἐδῶ μαρτυροῦν ὁμοφώνως καί διατρανώνουν συνοδικῶς ὅτι ἡ Ὑπερευλογημένη Παρθένος Μαρία εἶναι ὄντως καί ἀληθῶς Θτοόκος, Θεογεννήτρια καί Θεομήτωρ, ὅπως "θεογράφως διεχάραξαν" καί"πνευματοκινήτως" ἐδογμάτισαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, πού συγκρότησαν τίς Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ Κυρία Θεοτόκος " διηκόνησε " καί"ὑπούργησε" στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου διά τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου καί τῆς θεώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.
Γιά τή συμβολή τῆς Παρθένου Μαρίας στήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς Οἰκονομίας, δικαιολογημένα ἀποδίδεται τιμή, δόξα καί ὕμνος στήν "ἔχουσα τά δευτερεία τῆς Ἁγίας Τριάδος" , στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τό σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Θεοῦ, τό κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τή Μητέρα τοῦ "δεύτερου ἀνθρώπου τοῦ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ, τήν Μητέρα τοῦ "ἐσχάτου Ἀδάμ" τοῦ "καινοῦ ἀνθρώπου" τήν ἀληθινή κατά σάρκα Μητέρα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. Ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι ὁ " πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς "ἡ Παναγία Μητέρα Του εἶναι Μητέρα μας καί ἐμεῖς θετοί υἱοί της. Κάθε πιστός ἔχει μία ἀπροσμέτρητη δυνατότητα καί προοπτική, ἀφοῦ μπορεῖ νά γίνει καί αὐτός κατά χάριν "Θεοτόκος" καί νά κυοφορήσει κατά χάριν τόν Χριστό ὡς ἔμβρυο . Θά πρέπει βεβαίως νά θεωρηθεῖ ὡς αὐτονόητη προϋπόθεση ἡ ὀρθοδοξη διδασκαλία γιά τή Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο Μαρία.
Ἡ μοναδικότητα καί τό ἀνεπανάληπτο μεγαλεῖο τῆς Θεομήτορος εἶναι σχετικά παρόμοια πρός τή μοναδικότητα τοῦ Υἱοῦ της, πού "ἐπετέλεσεν πᾶσαν βουλήν τοῦ Θεοῦ καί Πατρός". Τό Πρόσωπο καί ἡ Ἀποστολή τῆς Παρθένου Μαρίας μένουν μετέωρα καί ἀκατανόητα, ἐάν δέν συνδεθοῦν μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ Παρθένος " Θεόν σαρκωθέντα τεκοῦσα, Θεοτόκος ὀνομάζεται . Ὁ Χριστός Θεός σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας", προσδίδει στήν κατά σάρκα Μητέρα Του τό ὄνομα " Θεοτόκος"ἀλλά καί τό ὄνομα "Θεοτόκος" "ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας [τῆς ἐνανθρώπησεως] συνίστησι. Τό ὄνομα "Θεοτόκος" εἶναι μία ἀναπόφευκτη συνέπεια τοῦ ὀνόματος "Θεάνθρωπος". Καί τά δύο ὀνόματα στέκουν καί πέφτουν μαζί. Ἡ ἀπόρριψη τοῦ ὅρου "Θεοτόκος" ὁδηγεῖ στήν ἀναίρεση ὁλοκλήρου τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηριώδους θείας Οἰκονομίας .
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Υἱοῦ τῆς Θεοτόκου. Τίποτε δέν πρόκειται νά παρεμβληθεῖ μεταξύ τους. Ἡ Θεοτόκος θά εἶναι πάντοτε ἀχώριστη ἀπό τόν Υἱό της " οὐδέν γάρ μέσον Μητρός καί Υἱοῦ" . Ἰδιαίτερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ τιμή καί ὁ μακαρισμός καί ἡ δόξα τῆς Παναγίας Θεοτόκου δέν τελειώνουν ποτέ γιατί " ἡ εἰς αὐτήν τιμή, εἰς τόν ἐξ αὐτῆς σαρκωθέντα (Υἱόν) ἀνάγεται". Ἡ μητέρα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, ἡ Θεοτόκος, εἶναι ἡ "Μητέρα τῆς δόξης". Ἡ μεγαλύτερη δόξα τῆς Παρθένου Μαρίας εἶναι ὁ θεανδρικός της τόκος, ὁ " καρπός τῆς κοιλίας της", ὁ Υἱός της, πού τῆς χάρισε και τό μοναδικό ὄνομα " Θεοτόκος ".
Ἡ Θεοτόκος δέν ἐνεργεῖ καί δέν δοξάζεται αὐτονομημένα καί ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα Χριστό. Ἔτσι κατανοεῖται γιατί ἡ ὀρθόδοξη περί Θεοτόκου διδασκαλία συνδέεται οὐσιαστικά καί ὀργανικά μέ τήν ὀρθόδοξη Χριστολογία καί κατ' ἐπέκταση μέ τήν ὀρθόδοξη Σωτηριολογία. Ἡ ἑνότητα Χριστολογίας καί Σωτηριολογίας εἶναι ἄρρηκτη, ὁ δεσμός τους ἀκατάλυτος και ἡ σχέση τους εἶναι ἀμφίδρομη. Ἡ Σωτηριολογία εἶναι στήν οὐσία της Χριστολογία, ἀφοῦ ὁ Χριστός δέν νοεῖται παρά μόνο ὡς Σωτήρας. Γι' αὐτό καί ὁ ὅρος "Θεοτόκος" στήν πραγματικότητα εἶναι χριστολογικός καί σωτηριολογικός ὅρος. Μέσα στά πλαίσια αὐτά κατανοεῖται καί ἡ ὁμολογία ὅτι " οὐκ ἔστιν ἄλλη σωτηρία, εἰ μή τό ὀρθῶς φρονεῖν και πιστέυειν, κατ' ἀλήθειαν Θεοτοκον τήν ἁγίαν Παρθένον ὑπάρχειν" .
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, θέλοντας νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα τῆς πίστεως, τόνιζαν ἐμφατικά τή δογματική ἀναγκαιότητα τοῦ ὅρου " Θεοτόκος " στή λειτουργία τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηριώδους θείας Οἰκονομίας. Ὁ Σωτήρας Χριστός, ὁ "Εἷς τῆς Ἁγίας Τριάδος" εἶναι ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκ Παρθένου Μαρίας σαρκωθείς, Θεός καί ἄνθρωπος. Ἡ Θεολογία καί ἡ Χριστολογία εἶναι ἡ καρδιά, ἡ οὐσία καί τό περιεχόμενο ὁλοκλήρου τῆς ὀρθοδόξου δογματικῆς παραδόσεως. Γι' αὐτό, λοιπόν, στή δογματική διδασκαλία ὅλα κατανοοῦνται, φωτίζονται καί ἑρμηνεύονται Χριστολογικῶς.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὡς " στῦλος καί ἑδραίωμα τῆςἀληθείας", καυχᾶται ἐν Κυρίῳ ὅτι συνεχίζει τήν ἐπί γῆς πορεία της διαφυλάσσοντας ἀναλλοίωτη καί ἀκαινοτόμητη μέχρις ἐσχάτων αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀρχαιοπαράδοτη διδασκαλία καί " καλήν παρακαταθήκην " τῆς πίστεως. Στήν ἀληθινή ὀρθόδοξη καθολική πίστη τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό "χάραγμα" καί τό "σκῆπτρον τῆς Ὀρθοδοξίας" . Καί ἐνῶ "γυναῖκες λέγονται ἄπειροι καί ἀνθρωποτόκοι ἀμέτρητοι καί παρθένοι μύριαι πλεῖσται καί Μαρίαι εἰσί " γιά τήν ὀρθόδοξη παράδοση καί ζωή δικαίως, "κυρίως καί ἀληθῶς" , μόνον καί ἰδιώτατον καί κυριώτατον καί σημαντικώτατον ἐστι τῇ ἁγίᾳ ἀχράντῳ καί ἀειδόξῳ Παρθένῳ ὄνομα τό Θεοτόκος ".
ΠΗΓΗ:apostoliki-diakonia
................................................................................................................................................................
Γράφει ενδεικτικά ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος και ανακεφαλαιώνει, συνοψίζει και αυξάνει την μέχρι αυτόν αντίστοιχη νηπτική παράδοση:

Εις την υπόθεσιν της ανωτέρας πάντων των αγίων Μητρός του Θεού... όχι μόνο ένας ρήτωρ, ο πλέον δια­λεκτός από όλους, δεν ήθελε φθάσει να εγκωμιάση κατ' αξίαν, αλλά αν ήταν δυνατόν να ευρεθούν και να γενούν ένα στόμα όλοι όσοι εσώθησαν με τον άφθορον τόκον της, πάλι δεν ήθελε φθάσουν ουδέ εις το ελάχιστον. Διό­τι, ανίσως και όλη η κτίσις δεν είναι ικανή να προσφέρη εις Αυτήν καν σήμερον δοξολογίαν, ωσάν έγινε μήτηρ του Κτίστου των απάντων, πώς ήθελε είναι ικανή η δύναμις μόνων των ανθρώπων, καν και ολονών είπης, να δοξολογήση τα μεγαλεία της; Και δεν ήθελε φανή ωσάν μικροτάτη ρανίδα έμπροσθεν εις μίαν άβυσσον δόξης; Ποίος νους ήθελε δυνηθή, δεν λέγω να χωρήση μέσα εις το βάθος αλλ' ουδέ όλως να παρακύψη, καν εις τα προαύλια της θείας ταύτης σκηνής, δηλαδή της Παρθένου, εις την οποίαν εκατοίκησεν ο υπεράνω πάντων των ό­ντων Θεός. ο των ουρανών Βασιλεύς3...
Αλλού, ο ίδιος Πατήρ λέγει, θαυμάζοντας το έργο που τελείται από τον Ίδιο τον Θεό μέσα από το πρόσω­πο της Παναγίας:

Αλλ' ω Θεομήτωρ Παρθένε, και ποίος λόγος δύνα­ται να επαινέση το θείον σου κάλλος; Επειδή τα ειδικά σου χαρίσματα δεν περιορίζονται από λόγους και νοή­ματα, διότι υπερβαίνουν κάθε λόγον και διάνοιαν... Έτσι εσκήνωσε σ' αυτήν απορρήτως και από αυτήν προήλθε σαρκοφόρος ο Λόγος του Θεού, θεουργώντας την φύση μας και χαρίζοντάς μας κατά τον θείον απόστολο αγαθά «στα οποία επιθυμούν να παρακυττάζουν άγγελοι». Κι αυτό είναι το υπερφυές εγκώμιο και η υπέρδοξη δόξα αυτής της αειπαρθένου, ενώπιον της ο­ποίας ηττάται κάθε νους και λόγος, ακόμη και αγγελικός αν είναι. Τα δε μετά την απόρρητη γέννηση ποίος λόγος θα μπορέσει να εκφράσει4;

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, βλέποντας ότι κάθε «ύμνος ηττάται συνεκτείνεσθαι σπεύδων» απέναντι στα μεγαλεία της Θεοτόκου, καταλήγει:

Έστι μεν ανθρώπων ουδείς, ος κατ' αξίαν την θεομήτορα ευφημήσαι δυνήσεται, ουδ' ει μύριαι γλώσσαι συνέλθοιεν, των καθηκόντων επαίνων εφίκοιντο. Πάντα γαρ αυτή θεσμόν εγκωμίων υπέρκειται...5

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος και έ­γραψε χιλιάδες σελίδες για την Μητέρα του Θεού, γρά­φει και τα παρακάτω, τα οποία απηχούν την θεολογία των μεγάλων φιλοκαλικών πατέρων Μαξίμου του Ομολογητού, Ανδρέου Κρήτης και Γρηγορίου Παλαμά, και εξηγεί ότι αυτός ο θαυμασμός μπροστά στα μεγαλεία της Παναγίας οφείλεται στο μοναδικό Της ρόλο στην ένσαρκον οικονομία του Θεού:

Αν τα εννέα τάγματα των αγγέλων ήθελον κρημνισθή από τους ουρανούς, και να γενούν δαίμονες. Αν όλοι οι άνθρωποι εγένοντο κακοί. Αν όλα τα κτίσματα, ουρανός, φωστήρες, ιερείς, ζώα, ήθελον αποστατήσει κατά του Θεού. Όλαι αυταί αι κακίαι των κτισμάτων συγκρινόμεναι με το πλήρωμα της Αγιότητος της Θεο­τόκου δεν εδύναντο να λυπήσουν τον Θεόν. Διότι μόνη η Κυρία Θεοτόκος ήτο ικανή να τον ευχαρίστηση κατά πάντα. Αυτή μοναχή, σταθείσα ανάμεσον Θεού και αν­θρώπων, τον μεν Θεόν υιόν ανθρώπου εποίησε, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Χωρίς την μεσιτείαν αυτής κανέ­νας, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, δύναται να πλησίαση εις τον Θεόν, επειδή και αυτή ευρίσκεται μόνον μεθόριον αναμεταξύ της ακτίστου και κτιστής φύσεως. Αυτή μόνη είναι θεός αμέσως μετά τον Θεόν και έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος, ως ούσα Μήτηρ αληθώς του Θεού. και Αυτή μοναχή είναι, όχι μόνον ο θησαυροφύλαξ όλου του πλούτου της θεότητος, αλλά και ο διαμοιραστής εις όλους, και αγγέλους και ανθρώπους, όλων των από Θεού διδομένων εις την κτίσιν υπέρ φυσικών ελλάμψεων και θείων και πνευματικών χαρισμάτων. Και δεν είναι τινάς που να την επεκαλέσθη με πίστιν και να μην του υπήκουσε με ευσπλαχνίαν. Αυτός ο Υιός του Θεού και αγαπητός Υιός της Παρθένου έδωκε τη μητέρα Του δια μητέρα μας και συνήγορον να μας βοηθή προς σωτηρίαν μας6.

Μια, πράγματι, τολμηρή γλώσσα, η οποία προκαλεί την αντίδραση των θεολόγων της εποχής και αναγκάζει τον Άγιον Νικόδημο να απαντήσει με μια απολογία. Στην απολογία αυτή θεμελιώνει τις απόψεις του πάνω σε κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, ανάμεσα στους ο­ποίους σημαντική θέση κατέχει ο Άγιος Γρηγόριος Πα­λαμάς. Από τον εκτεταμένο δεύτερο Λόγο του εις τα Εισόδια της Θεοτόκου αναφέρει και το έξης κείμενο του μεγάλου ησυχαστή θεολόγου.

Αύτη πρώτη δεχόμενη το πλήρωμα του τα σύμπαντα πληρούντος καθίστησε τοις πάσι χωρητόν κατά το μέτρον της εκάστου καθαρότητος, ώστε προς αυτήν οράν τας ανωτάτω Χερουβικάς Ιεραρχίας, απλώς πάσι τε και πάσαις κατά το μέτρον του προς αυτήν απαθούς και θείου πόθου και του αΰλου και αλήκτου έρωτος έψεται και η του θείου φωτισμού τανότης... Ουκούν αυτή μόνη μεθόριον έστι κτιστής και ακτίστου φύσεως και ουδείς αν έλθοι προς Θεόν ειμή δι' αυτής. Και ουδέν των εκ Θε­ού δωρημάτων, ειμή δι' αυτής7.

Η θεολογική και υμνολογική αυτή τόλμη των νη­πτικών πατέρων βασίζεται όχι μονάχα στην διδασκαλία και στις ιστορικές πληροφορίες περί της Θεοτόκου, αλ­λά κυρίως στην προσωπική εμπειρία της σχέσεώς τους με την ίδια την Μητέρα του Θεού. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς αισθάνεται δειλίαν μπροστά στην δόξα, το κάλλος και τα μεγαλεία της Θεοτόκου, αλλά παίρνει θάρρος ενθυμούμενος τις εμφανίσεις της Παναγίας προς αυτόν και τις πλούσιες δωρεές της, τις οποίες ομολογεί με ευγνωμοσύνη, αφού όταν έγραφε, ήταν νωπές στην μνήμη του.

Και οι χάριτες -γράφει ο άγιος- όπου έλαβον από Αυτήν έως τώρα, και προς τούτας η ακένωτος της Παρ­θένου φιλανθρωπία υπόσχονται να μοι συγχωρήσουν δια τούτο. Επειδή και Αυτή ωσάν μια ψυχή, συγκρατεί ό­λους της τους υπηκόους, και ευρισκομένη πάντοτε κο­ντά εις όλους όπου την επικαλούνται, τελεί πάντα προς το συμφέρον με την ακατάπαυστον προς τον Υιόν της πρεσβείαν, καθώς ημείς εμπράκτως εγνωρίσαμεν, και έχομεν την πίστιν βεβαιοτέραν από τα αγαθά όπου αυτή μας εχάρισεν8.

Αναφέρουμε ως προς αυτό και μια συγκινητική ενός συγχρόνου νηπτικού πατρός μαρτυρία. Πρόκειται για τον Όσιο Σιλουανό, ο οποίος γράφει σχετικά:

Δεν ψεύδομαι, λέγω την αλήθειαν ενώπιον του Θεού, ότι εν τω πνεύματι γνωρίζω την άχραντον Παρθένον. Δεν είδον Αυτήν, αλλά το Πνεύμα το Άγιον έδωκεν εις εμέ να γνωρίσω Αυτήν και την αγάπην της δι' ημάς. Άνευ της ευσπλαχνίας της, η ψυχή μου θα απώλετο προ πολλού. Εκείνη όμως ηυδόκησε να με επισκεφθή και να με νουθετήση, ίνα μη αμαρτάνω. Είπεν εις εμέ «Δεν εί­ναι αρεστόν εις εμέ να βλέπω τα έργα σου». Οι λόγοι Αυτής ήσαν ευχάριστοι, ήρεμοι, πράοι, και συνεκίνησαν την ψυχήν. Παρήλθον υπέρ τα τεσσαράκοντα έτη, αλλ' η ψυχή μου δεν δύναται να λησμονήση εκείνην την γλυκείαν φωνήν και δεν γνωρίζω πώς να ευχαριστήσω την αγαθήν ελεούσαν Μητέρα του Θεού. Και. Τί να α­νταποδώσω εγώ εις την Υπεραγίαν Δέσποιναν, Ήτις δεν με απεστράφη βεβυθισμένον εις την αμαρτίαν, αλλά επεσκέφθη εμέ ελεημόνως και με εσυνέτισε9.

Το βασικό κίνητρο της προσωπικής αυτής σχέσεως και της θεολογίας ή μάλλον υμνολογίας των νηπτικών πατέρων είναι ο απαθής πόθος τους, που τους ελκύει προς την Παναγία. Χαίροις, Μαρία, γλυκύτατον της Άννης θυγάτριον -γράφει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός- προς σε γαρ αύθις ο πόθος ανθέλκει με... Ο Άγιος Γρη­γόριος Παλαμάς μιλάει και αυτός περί του απαθούς και θείου πόθου και περί του αΰλου και αλήκτου έρωτος. Ο Άγιος Νικόδημος γράφει πάλι. Ω, γλυκυτάτη και πράγ­μα και όνομα Μαριάμ, τί πάθος είναι τούτο, όπου αισθά­νομαι εις τον εαυτόν μου; εγώ δεν ημπορώ να χορτάσω τους επαίνους των μεγαλείων σου. Όσον γαρ περισσότερον τα επαινώ, τόσο περισσότερον τα ορέγομαι, και ο πόθος μου επ' άπειρον προβαίνει, και η επιθυμία μου ακόρεστος γίνεται. διό και πάλιν επιθυμώ να τα επαινέσω10.

Πρόκειται για μια αγαπητική σχέση παρόμοια μ' ε­κείνη που ποθούν οι πατέρες οι φιλοκαλικοί να έχουν με τον Ίδιο τον Θεόν και στην οποία η Παναγία ανταπο­κρίνεται χωρίς καθυστέρηση. Η ψυχή μου ούτως έλκε­ται προς Αυτήν δια της αγάπης ώστε και μόνον η επίκλησις του ονόματός της γλυκαίνη την καρδίαν μου.
       Άλλος σύγχρονος αγιορείτης μοναχός, ο Αθανά­σιος Ιβηρίτης, εκφράζει με τους ίδιους όρους την χάριν που λαμβάνει η ψυχή του μπροστά στην θεωρία του μυ­στηρίου της ενσάρκου οικονομίας:

Τρυφή ουράνια και απόλαυσις υπερκόσμιος η στιγ­μή, καθ' ην ο άνθρωπος σκέπτεται το μυστήριον της εν­σάρκου οικονομίας με όργανον την Παναγίαν Παρθέ­νον. Η Μαρία με τον Ιησούν, ο Ιησούς με την Μαρίαν, τα δύο αυτά πάνσεπτα και γλυκύτατα ονόματα, ιδού ο Παράδεισος11.

Από αυτή τη βιωματική εμπειρία των νηπτικών πα­τέρων πηγάζει η αναφερόμενη πλουσιότατη θεοτοκολο­γία ή μαριολογία, η οποία εκφράζεται σε γλώσσα αποφατική, υμνολογική, ποιητική. Η αγάπη τους προς την Παναγία είναι εκείνη που ανοίγει τους πνευματικούς ο­φθαλμούς να γνωρίζουν το μυστήριο. Αδυνατούμε να συλλάβουμε τούτο, διότι ολίγη είναι η αγάπη ημών... λέγει πάλι ο Άγιος Σιλουανός. Η αγάπη είναι το μοναδικό κίνητρο που ωθεί τους πατέρες να γνωρίζουν το μυ­στήριο και να θεολογούν, επειδή η γνώση και η θεολο­γία γι' αυτούς είναι μέθεξη, είναι συμμετοχή, κοινωνία, αγαπητική σχέση. Απ' εδώ και ο πόθος να γνωρίζουν.

Παρατηρώντας, με κάποιο παράπονο, ότι η Γραφή μας προσφέρει πολύ πενιχρές πληροφορίες για την Πα­ναγία, ο ίδιος όσιος πατήρ γράφει:

Αι ψυχαί ημών έλκονται να γνωρίσουν περί της ζω­ής Σου μετά του Κυρίου επί γης, Συ δε δεν ηυδόκησας να παραδώσης πάντα ταύτα τη Γραφή, αλλ' εκάλυψας δια της σιγής το μυστήριόν Σου. Και συνεχίζει χαρα­κτηριστικά. Η Θεοτόκος δεν παρέδωσε τη Γραφή ούτε τας σκέψεις Της, ούτε την αγάπην της προς τον Θεόν και Υιόν Αυτής, ούτε τας οδύνας της ψυχής Της κατά τον καιρόν της σταυρώσεως, διότι και τότε πάλιν δεν θα ηδυνάμεθα να συλλάβωμεν αυτά12.

Η ταπεινοφροσύνη τους από την μια πλευρά, και ο απαθής πόθος τους, από την άλλη πλευρά, οδηγούν τους νηπτικούς πατέρες στην τόλμη να προσεγγίσουν το μυ­στήριο και να το γνωρίσουν, χάρη στην αποκάλυψη την οποία προϋποθέτει η μέθεξη στην θεία πραγματικότητα. Ενδεής είναι ο νους μου και πτωχή και αδύνατος η καρ­δία μου, αλλ' η ψυχή μου χαίρει, και έλκομαι να γράφω έστω και ολίγους λόγους δι' Αυτήν, γράφει ο Άγιος Σιλουανός, εκφράζοντας όλην την νηπτική παράδοση.

Πολύ σημαντικό είναι και το τι ποθούν οι νηπτικοί πατέρες να μάθουν και να γνωρίζουν για την Παναγία. Τίποτα άλλο παρά την αγάπη Της προς αυτούς και προς τους συνανθρώπους τους. Οι νηπτικοί πατέρες δεν ανα­ζητούν θεωρητικές γνώσεις, πληροφορίες, ούτε απαντή­σεις σε επιστημονικές ερωτήσεις. Ως πρόσωπα που αγα­πούν θέλουν να γνωρίσουν και να ζουν την αγάπη του α­γαπημένου προσώπου. Και λαμβάνουν την απάντηση στον πόθο τους αυτό κατά το μέρος της αντίστοιχης πνευματικής τους προετοιμασίας μέσα από μια συνεχή προσωπική θεία αποκάλυψη.

Το μόνο που γράφει και ομολογεί με κάθε βεβαιότη­τα για την Παναγία ο Άγιος Σιλουανός είναι η αγάπη Της για όλο τον κόσμο:

Και παρ' όλον ότι ή ζωή της Θεοτόκου, ως εάν εκαλύπτετο υπό αγίας σιγής, όμως ο Κύριος εφανέρωσεν εις την Εκκλησίαν ημών, ότι Αυτή περιβάλλει όλον τον κόσμον και εν Πνεύματι Αγίω βλέπει όλους τους λαούς της γης, και ως και ο Υιός Της, τους πάντας σπλαχνίζεται και ελεεί. Και κλείνει. Ω, εάν θα γνωρίζομεν ποτέ, οπόσον αγαπά η Παναγία πάντας, όσοι φυλάττουν τας εντολάς του Χριστού, και πόσον λυπείται και θλίβεται δι' εκείνους, οι οποίοι δεν μετανοούν. Τούτο εδοκίμασα εκ πείρας μου13.

Η αγαπητική σχέση με την Παναγία την οποία τό­σον ποθούν οι νηπτικοί πατέρες μεταφράζεται σε θεία μέθεξη και κοινωνία. Για όλους, ανεξαιρέτως, η Πανα­γία είναι η πηγή θείας Χάριτος. Ιδού τι γράφει ο Θεο­φάνης ο Ομολογητής:

Την Θείαν Χάριν προμηθεύει και μοιράζει στον κό­σμο ο Παράκλητος. Και έχει ως πρώτον δοχείον την αν­θρώπινή μας φύση που ο Σωτήρας παρέλαβε εκ της Παρ­θένου. Ενώ η ουράνια σκηνή της Μητέρας του Θεού εί­ναι το δεύτερο, αμέσως μετά απ' Εκείνο. Επειδή ο Θείος Λόγος, ο δωρητής δια της φύσεως του Πνεύματός Του γεμίζει μ' Αυτό πρώτο το δικό Του το σπίτι και ναό και έπειτα, από εκεί, το Πνεύμα το Άγιο, πηγάζοντας σαν από πηγή, περνά και στο δεύτερό Του σπίτι και ναό, που είναι η Μήτηρ Του.

Ένας σύγχρονος μακαριστός ρουμάνος μοναχός, ο π. Δοσίθεος Μοράριου, σε σημαντικότατο βιβλίο του περί της θείας Χάριτος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, γράφει αναφορικά με τον ουσιαστικό ρόλο της Πανα­γίας στην συνεχή σωτήρια θεία οικονομία:

Είναι αδύνατον, και για μας τους ανθρώπους και για τους αγγέλους να γινόμαστε μέτοχοι των δωρεών του Θεού, με άλλο τρόπο, έκτος από την μεσιτεία της Πανα­γίας Θεοτόκου, επειδή η ανθρώπινη σάρκα του Υιού του Θεού είναι ενωμένη με την σάρκα Της. Γι' αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας λέγουν ότι καθώς ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι' Υιού, το ίδιο και προς τον Υιόν, την πηγή της Χάριτος, ουδείς έρχεται ει μη δια της Μητρός Αυτού14.

Και πάλι, ο ίδιος πατήρ γράφει συμπερασματικά: Η Μήτηρ του Θεού, δια τον μοναδικό θεϊκό Της ρό­λο στην ένσαρκον σωτηριώδη οικονομία, με το γεγονός ότι έδωσε σάρκα εκ της σαρκός Της στον Υιό του Θεού, φτάνει στην πιο υψηλή μορφή ενότητος του ανθρώπου με τον Θεό επί της γης, είναι το πρώτο ανθρώπινο πρό­σωπο πλήρως ενωμένο με τον Θεό. Με το να είναι πλή­ρως θεοποιημένη και βρισκόμενη στην κορυφή της ιεραρχίας πάντων των αγίων, Αυτή κατέστη θησαυρός της θείας χάριτος, από τον οποίο κατά την θεία δικαιοσύνη και βουλή λαμβάνουν όλα τα κτίσματα15.

Όπως προέκυψε και από τις μέχρι τώρα παραπομπές σε νηπτικά κείμενα, το ενδιαφέρον των νηπτικών πατέ­ρων απέναντι στο πρόσωπο της Παναγίας αφορά όχι μό­νο την συμμετοχή Της στην ενσάρκωση του Λόγου και Υιού του Θεού, αλλά και το παρόν έργο Της στην ζωή τους και γενικά στην ζωή των χριστιανών. Η Παναγία είναι η πρώτη που οι πατέρες επικαλούνται σαν μεσίτρια στις προσευχές τους και, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι, Αυτή ανταποκρίνεται με μεγάλη προθυμία. Σε συνομιλία του με τον Όσιο Μάξιμο τον Καψοκαλύβη, ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον ρωτάει εάν κρατεί την νοεράν προσευχήν και λαμβάνει την εξής απάντηση:

Δεν θέλω σου κρύψη, τίμιε Πάτερ, το θαύμα της Θε­οτόκου, όπου έγινεν εις εμέ. εγώ εκ νεότητός μου είχον πολλήν πίστιν εις την κυρίαν μου Θεοτόκον και την επαρακαλούσα μετά δακρύων να μου δώση αυτήν την χά­ριν της νοεράς προσευχής. και μίαν των ημερών πηγαί­νοντας εις τον ναόν της, καθώς είχα συνήθειαν, την επαρακαλούσα πάλιν με άμετρον θερμότητα της καρδίας μου. και εκεί όπου ασπαζόμουν με πόθον την αγίαν  εικόνα της, παρευθύς αγροίκησα εις το στήθος μου και εις την καρδίαν μου μίαν θερμότητα και φλόγα, όπου ήλθεν από την αγίαν εικόνα, όπου δεν έκαιεν, αλλά με εδρόσιζε και εγλύκαινε και έφερνε εις την ψυχήν μου μεγάλην κατάνυξιν. από τότε πλέον, Πάτερ, άρχισεν η καρδία μου να λέγη από μέσα την προσευχήν και ο νους μου να γλυκαίνεται εις την ενθύμησιν του Ιησού μου και της Θεοτόκου μου και να είναι πάντοτε μαζί με την ενθύμη­σιν αυτών. και πλέον από εκείνον τον καιρόν δεν έλειψεν η προσευχή από την καρδίαν μου. συγχώρησόν μοι16. 

Κάθε βράδυ όπου επήγαινε δια να κοιμηθή επροσεύχετο, και άρχισε να θερμαίνεται η καρδιά του και να του έρχεται κατάνυξις και να τρέχουν από τα μάτια του, δάκρυα περισσά και να κάνη συχναίς φοραίς γονυκλισίαις πολλαίς και να λέγη και άλλας ευχάς εις την Θεοτόκον με αναστεναγμούς και με πόνον καρδίας. και του εφαίνετο πως παραστέκεται έμπροσθεν εις τον Κύριον σωματικώς...

Θα κλείσω με μερικά σύντομα συμπεράσματα.

1.  Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στην νηπτική θεολογία -η οποία είναι αντιπροσωπευτική για την ορθόδοξη θεολογία- βρίσκουμε μια πολύ αναπτυγμένη θεοτοκολογία.

2.  Η όλη φιλοκαλική διδασκαλία περί της Θεοτό­κου και του ρόλου Της στο μυστήριο της ενσάρκου οι­κονομίας βασίζεται μεν στις σχετικές βιβλικές διηγή­σεις, αλλά κατανοείται και επιβεβαιώνεται, εμβαθύνεται και αυξάνεται, μέσα από την αγιοπνευματική εμπειρία της προσωπικής σχέσεως των νηπτικών πατέρων με την Μητέρα του Θεού.


3.  Αυτή η προσωπική σχέση εν Αγίω Πνεύματι εί­ναι σχέση αγαπητική, η οποία έχει ως κίνητρο και τέ­λος τον απαθή πόθο.


4.   Ερμηνεύοντας την βιβλική ιστορία κάτω από το φως της προσωπικής θείας εμπειρίας, οι φιλοκαλικοί πα­τέρες αποδίδουν στην Μητέρα του Θεού σημαντικότατο ρόλο στο μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας, και μιλούν για την ουσιαστική συμβολή Της, πρώτα με τον ε­νάρετο βίο Της, δια του οποίου έλκυσε την αγάπη του Θεού, δεύτερον, δια την χωρίς δισταγμόν ελεύθερη συγκατάθεσή Της στην θεία βούληση, και τρίτο, δια της συνεχούς μεσιτείας Της, ως πρεσβεύουσα υπέρ ημών, αλλά και ως πηγάζουσα θείας χάριτας προς την ανθρω­πότητα. Οι πατέρες δεν έχουν καμιά απολύτως επιφύλα­ξη να χαρακτηρίζουν και να ονομάζουν την Παναγία, χάρι στο ρόλο Της στην ένσαρκο θεία οικονομία, ως με­τά Θεόν θεό.

5.  Για τους φιλοκαλικούς πατέρες, η Παναγία δεν εί­ναι μόνο παρελθόν, αλλά και παρόν. Δεν είναι μια ιστο­ρική προσωπικότητα η οποία κάποτε έπαιξε ένα σπου­δαίο ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά είναι μια ζωντανή παρουσία, ένα ζωντανό πρόσωπο, πάντοτε παρόν, με το οποίο ποθούν να βρίσκονται σε συνεχή αγαπητική σχέση.

6.   Η θεοτοκολογία των νηπτικών πατέρων συμφωνεί πλήρως μ' εκείνη που προβάλλουν και εκφράζουν η λει­τουργική ζωή της Εκκλησίας, η υμνολογία και η αγιογραφία της Εκκλησίας, η πνευματική ζωή των πιστών μας, αλλά δεν βρίσκει την ίδια απήχηση στην ακαδη­μαϊκή επιστημονική θεολογία, η οποία διστάζει ακόμη, με σπάνιες εξαιρέσεις, να υιοθετήσει τη νηπτική-φιλοκαλική παράδοση και τις αρχές της ως ερμηνευτικό και επιστημονικό κριτήριο.



Σημειώσεις

 1.    Αναφορικά με τη θέση που κατέχουν στη λατρευτική εκ­κλησιαστική και θεολογική φιλολογία, το πρόσωπο της Παναγίας και ο ρόλος της στην ένσαρκον θεία οικονομία γράφει ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης. «Διάστικτα από τους ύμνους και τις ικε­σίες προς την Θεομήτορα, σε μορφή τροπαρίων, είναι τα λειτουρ­γικά μας βιβλία. Παρακλητική, Τριώδιον, Μηναία, Ωρολόγιον, με τους Παρακλητικούς Κανόνες, τον αριστουργηματικόν Ακάθιστον και σε χιλιάδες ανέρχονται οι ποιητικοί στίχοι, που αναφέρονται στην Θεοτόκον, εκτός των αναρίθμητων θεολογικώτατων Λόγων των θείων Πατέρων, που εγκωμιάζουν την Μητέρα του Θε­ού, αφού και τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας, με το όνομα της Παναγίας αχράντου, Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας αρχί­ζουν και τελειώνουν». Από το βιβλίο Μαρία η Μητέρα του Θεού (Μέσα από την θεολογία και την Υμνολογία των αγίων Πατέ­ρων), Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 30.
2.    Είναι γεγονός ότι η ορθόδοξη θεολογία αποφεύγει την χρήση του τεχνικού όρου μαριολογία με την σωστή δικαιολογία ότι αυτός μπορεί να παραπέμπει σε μια κάπως αυτόνομη περί Παρθένου διδασκαλία. Είναι και ο λόγος για τον οποίον προτεί­νουμε τον όρο θεοτοκολογία, ο οποίος αποκλείει κάθε αυτόνομη ερμηνεία και προοπτική, παρ' όλο που η συστηματική μας θεολο­γία χρησιμοποιεί, κυρίως στα δογματικά εγχειρίδια, τεχνικούς ό­ρους οι οποίοι παρουσιάζουν παρόμοιους κινδύνους. βλ. ανθρωπολογία, κοσμολογία, κλπ. Η ορθόδοξη θεολογία είναι κατ' εξοχήν χριστοκεντρική και δεν εννοείται αυτόνομη ανάπτυ­ξη της περί Παναγίας διδασκαλίας. Επιμένουμε συνειδητά να χρησιμοποιήσουμε ένα αντίστοιχο τεχνικό όρο επειδή πιστεύου­με ότι αυτός απαιτείται από την ίδια την πραγματικότητα.
3.    Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου, Γρηγορίου Παλαμά, Έργα Τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις (Γρηγόριος ο Παλαμάς), Θεσσαλονίκη, 1984, σ. 117.
4.     Ομιλία ΛΖ' στην Πάνσεπτη Κοίμηση της Πανυπέραγνης Δέσποινας μας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, Γρηγορίου Παλαμά, Έργα Τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις (Γρηγόριος ο Πα­λαμάς), Θεσσαλονίκη, 1985, σ. 445.
5.     Πολύτιμον βοηθόν στη σύνταξη αυτής της εισηγήσεως εί­χα το περιεκτικότατο και μοναδικό στο είδος του βιβλίο του γνω­στού σύγχρονου αγιορείτη μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου, με τίτλο Μαρία η Μητέρα του Θεού (μέσα από την θεολογία και την Υμνολογία των αγίων Πατέρων), Θεσσαλονίκη 1988, από το οποίο και παραπέμπω αρκετά από τα πατερικά κείμενα στην μετά­φραση του συγγραφέα. Έτσι εξηγείται και η ανομοιομορφία της ελληνικής γλώσσας του κειμένου μου, και ζητώ την κατανόησή του.
6.    Στο βιβλίο του Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα του Θεού, σ. 21.
7.     Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου, σ. 118.
8.     Λόγος εις τα Εισόδια της Θεοτόκου, σ. 116.
9.    Στο βιβλίο του Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Μαρία η Μητέρα του Θεού, σ. 44.
10.   Αύτοθι, σ. 2.
11.   Αύτοθι, σ. 16.
12. Αύτοθι, σ. 42.
13. Αύτοθισ. 43.
14.  Arhimandrit Dosoftei Morariu, Despre Dumnezeiescul Har, Tesalonic, 1990, σ. 196.
15.  Αύτοθι, σ. 200.
16.   Από τον βίον του Οσίου Πατρός ημών Μαξίμου του ονομαζομένου Καψοκαλύβη, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Τόμος Πέμπτος, σ. 104.
17.   Φιλοκαλία, Τόμος Πέμπτος, σ. 75.

ΠΗΓΗ:   ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ     

Δεν υπάρχουν σχόλια: