Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού


ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Τροπάριον.

Ρίζης φυείσα, του Ιεσσαί Παρθένε, Όρους παρήλθες, των βροτών της ουσίας, Πατρός τεκούσα, τον προ αιώνων Λόγον· Ως ευδόκησεν, αυτός εσφραγισμένην, Νηδύν διελθείν, τη κενώσει τη ξένη.

Ερμηνεία.


Τούτο το Τροπάριον προσφωνεί εις την Θεοτόκον ο χαριτώνυμος Ιωάννης, και επιστρέφων τον λόγον, λέγει προς Αυτήν: Ω Παρθένε η οποία εξ ανθρώπων μεν εγεννήθης κατά τους νόμους της ανθρωπίνης φύσεως· αλλ΄ εγεννήθης εξ επαγγελίας, και εκ στείρων, και εκ γηραλέων γονέων· τα οποία και τα τρία είναι υπέρ τους νόμους της φύσεως· συ, Παρθένε, βλαστήσασα από την ρίζαν του Ιεσσαί (από την φυλήν του Ιούδα, και από το Βασιλικόν γένος του Δαβίδ, από το οποίον ήτον υπόσχεσις θεία να γεννηθή ο Χριστός· ο γαρ Ιεσσαί εκατάγετο μεν από την φυλήν του Ιούδα, ήτον δε Πατήρ του Δαβίδ)· όλα κοινώς τα οροθέσια και μέτρα της ουσίας και φύσεως των ανθρώπων υπερέβης. Πως; Και διατί; Επειδή εγέννησας χωρίς πόνους και φθοράν τον προαιώνιον και ενυπόστατον Λόγον του Θεού και Πατρός, δια την υπερβολήν της κατά ψυχήν και σώμα καθαρότητός σου· ούτω γαρ αυτός ο ίδιος Λόγος του Πατρός ευδόκησε να γεννηθή αφθόρως από εσέ, και να διαπεράση απαθώς την ιδικήν σου κοιλίαν, καθώς η ακτίς του Ηλίου διαπερά τον κρύσταλλον απαθώς. Όθεν αφήκεν αυτήν εσφραγισμένην και κεκλεισμένην, χωρίς να διαλύση όλως τα κλείθρα της παρθενίας σου με την παράδοξον και υπερφυσικήν αυτού κένωσιν (συγκατάβασιν)· άρρητος γαρ αληθώς και ανερμήνευτος είναι ο τρόπος της εκ σου του Μονογενούς Υιού του Θεού Γεννήσεως. Δια τούτο και εν τω άσματι υπό του νυμφίου καλείσαι «Κήπος κεκλεισμένος, αδελφή μου νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη» (Ασ. δ: 12). Ξένην δε ωνόμασεν ο Μελωδός την του Θεού Λόγου κένωσιν· ότι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, Αυτός άνθρωπος γενόμενος τέλειος, όπερ ουκ ην, έμεινε Θεός τέλειος, όπερ ην, εκατέρας φύσεως φυλάξας την ιδιότητα· της μεν γαρ Θεότητος Αυτού ήτον, το «θέλω, καθαρίσθητι», το «η παις εγείρου», το «έγειραι και άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει», το «Λάζαρε δεύρο έξω», και το «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», και τα άλλα θαύματα· Θεού γαρ μόνου είναι ταύτα ενέργειαι, της δε ανθρωπότητος αυτού ιδιότης ήτον, το να δακρύη δια τον Λάζαρον, το να κοπιά, το να πεινά, το να διψά, το να πάσχη, και το να αποθάνη. Και λοιπόν εις ων ο Χριστός κατά την υπόστασιν και το πρόσωπον, διπλούς υπήρχε κατά τας φύσεις και τας φυσικάς ενεργείας και τα θελήματα· όθεν η αγία και οικουμενική Τετάρτη Σύνοδος δια της του Λέοντος επιστολής εδογμάτισε ταύτα: «Ενεργεί γαρ εκατέρα μορφή μετά της θατέρου κοινωνίας, τούθ΄ όπερ ίδιον έσχηκε· του μεν Λόγου κατεργαζομένου τούθ΄ όπερ εστί του Λόγου, του δε σώματος εκτελούντος, όπερ εστί του σώματος· και το μεν αυτών, διαλάμπει τοις θαύμασι, το δε, ταις ύβρεσιν υποπέπτωκεν· εις γαρ και ο αυτός αληθώς τε Υιός Θεού, και αληθώς Υιός ανθρώπου τυγχάνει».

O Συναξαριστής της ημέρας.

Δευτέρα, 13 Απριλίου 2015

Δευτέρα Διακαινισίμου. Μαρτίνου του ομολογητού, πάπα Ρώμης, Θεοδοσίου, Ζωΐλου, Ελευθερίου μαρτύρων.

Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος, Ἐπίσκοπος Ρώμης, γεννήθηκε στὸ Τόδι τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης σὲ μία ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία τὴν Ἐκκλησία τάρασσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τότε ἐμπλακεῖ στὴν αἵρεση αὐτή. Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος συγκάλεσε Σύνοδο στὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος Λατερανοῦ, τὸ ἔτος 649 μ.Χ., ἡ ὁποία καταδίκασε τὸν Μονοθελητισμό, ὁ δὲ Ὅρος αὐτῆς ἦταν ἐπέκταση τῆς διδασκαλίας τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ Σύνοδος ψήφισε ἐπίσης, καὶ εἴκοσι ἀναθεματισμοὺς κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀρχηγῶν τους, ἐνῷ καταδίκασε ἐκτὸς τῶν ἄλλων τοὺς μονοθελητὲς Πατριάρχες τῆς Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο καὶ Πύρρο, συνεργάτες τοῦ Ἡρακλείου καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο Β’. Σημαντικὸ ρόλο στὶς διεργασίες τῆς Συνόδου διαδραμάτισε καὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Μαρτίνος ἀνέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου αὐτῆς στὴ Δύση καὶ Ἀνατολή. Εἶχε διατελέσει παπικὸς ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δὲν ἦταν πρόσωπο εὐχάριστο στὸν αὐτοκράτορα Κώνσταντα Β’ (641 – 668 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁμόφρονας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διέταξε τὸν ἔξαρχο τῆς Ἰταλίας Ὀλύμπιο νὰ μεταβεῖ στὴ Ρώμη καὶ νὰ φέρει αἰχμάλωτο τὸν Ἅγιο στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ διαταγὴ ὅμως ἔμεινε ἀνεκτέλεστη, διότι ὁ Ὀλύμπιος ἐπαναστάτησε κατὰ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ μετὰ ἀπὸ δύο ἔτη σκοτώθηκε στὴ Σικελία, μαχόμενος ἐνάντια στοὺς Ἄραβες, τὸ ἔτος 652 μ.Χ.
Ὁ νέος βυζαντινὸς διοικητὴς τῆς Ἰταλίας Θεόδωρος, συνέλαβε τελικὰ τὸ ἔτος 653 μ.Χ. τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ ἀπέστειλε αὐτόν, ἀσθενὴ καὶ κλινήρη, στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ δικάσθηκε ὑπὸ τῆς συγκλήτου ὡς συνωμότης, καθαιρέθηκε σὲ τελετή, κατὰ τὴν ὁποία διέρρηξαν τὰ ἱερατικά του ἄμφια, καὶ ἐξορίσθηκε στὴ Χερσώνα τῆς Κριμαίας, ὅπου καὶ πέθανε τὸ ἔτος 655 μ.Χ.