Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης - Συμπλήρωμα του κηρύγματατος για τον Μέγα Αθανάσιο

Εκκλησία και κόσμος -- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.

Η αγάπη του Θεού αγιάζει τον κόσμον
Είναι κάποιες αλήθειες παλιές, αλλά όχι ξεπερασμένες. Άφθορες από το πέρασμα του χρόνου, αδιάσειστες από τους σεισμούς και αδιάφθορες από τους συρμούς των καιρών μένουν φωτεινά μετέωρα. Φέγγουν στα σκοτάδια αυτού του κόσμου και κοντρολάρουν την πορεία μας μέσα σ΄ αυτόν. Διευκρινίζω ότι χρησιμοποιώ τη λέξη «κόσμος» με την ειδική έννοια, που της δίνει ο λόγος του Θεού· «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α΄ Ιω. 5: 19). Ο κόσμος παραδομένος στον πονηρό, που τον ανακηρύσσει άρχοντα και κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου, αντιτίθεται συνειδητά στο θέλημα του Θεού. Είναι εντούτοις, θαυμαστό ότι αυτός ο πονηρός κόσμος συνιστά το άμεσο αντικείμενο της αγάπης του Θεού. Αφοπλιστικός ο λόγος της αγίας Γραφής αποκαλύπτει ότι «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν» (Ιω. 3: 16). Συγκλονιστικός ο μετασχηματισμός του θείου λόγου σε πράξη· επάνω από το σταυρό ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμπιστεύεται το κλειδί του Παραδείσου του στον χειρότερο εκπρόσωπο του διεφθαρμένου κόσμου, σ΄ έναν κακούργο ληστή. Είναι η εγγύηση ότι τα ματωμένα χέρια του έχουν την πρόθεση και τη δύναμη ν΄ αγκαλιάσουν τον βρόμικο κόσμο, να τον καθαρίσουν με το αίμά τους, να τον επαναφέρουν στο αρχέγονο κάλλος και να τον ανεβάσουν στην ουράνια δόξα. Με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι ο κόσμος θ΄ αναγνωρίσει την πλάνη, την αμαρτία του, θα εξομολογηθεί με συντριβή και μετάνοια και θα ομολογήσει πίστη στον μόνο Λυτρωτή Ιησού Χριστό.

ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  α΄.  Ο  Ειρμός.

Στείβει θαλάσσης, κυματούμενον σάλον, Ήπειρον αύθις, Ισραήλ δεδειγμένον. Μέλας δε πόντος, τριστάτας Αιγυπτίων, Έκρυψεν άρδην, υδατόστρωτος τάφος, Ρώμη κραταιά, δεξιάς του Δεσπότου.

Ερμηνεία.


Ο Ειρμός ούτος της πρώτης Ωδής γυμνήν αναφέρει την θαυματουργίαν αυτήν, η οποία έγινεν εις την ερυθράν θάλασσαν· όθεν ο Ιερός τούτου Μελωδός ούτω λέγει: ο Ισραηλιτικός λαός δεν διαπερνά με καϊκι τα κυματούμενα ύδατα της ερυθράς θαλάσσης, επειδή τούτο δεν είναι κανέν καινόν και παράδοξον, αλλά με τα ίδια του ποδάρια διαπερνά την θάλασσαν δια ξηράς, σχισθείσης της θαλάσσης δια της ράβδου του Μωϋσέως· δεν διέβη την θάλασσαν, καθώς ο Κύριος, περιπατών επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης, ή καθώς ο Κορυφαίος Πέτρος και άλλοι πολλοί Άγιοι· εκείνοι γαρ μένουσαν την θάλασσαν εις την φυσικήν της κατάστασιν διέβαινον άνωθεν με βάρος ποδών, χωρίς να καταβυθίζωνται· αλλ΄ ο Ισραηλιτικός λαός διεπέρασε την ερυθράν θάλασσαν ξηρανθείσαν και αποδειχθείσαν πάλιν ήπειρον και στερεάν. Τίνος χάριν έγινε τούτο; Δια τον Ισραηλιτικόν λαόν. Διατί δε είπεν ο Μελωδός το «αύθις»; Δια να φανερώση, ότι η θάλασσα εδείχθη στερεά και κατά την δημιουργίαν του Κόσμου, όταν εσυνάχθησαν τα νερά εις τους κοιλωτούς τόπους της γης, και εφάνη η ξηρά: «Συναχθήτω, φησί, το ύδωρ το υποκάτω του Ουρανού εις συναγωγήν μίαν, και οφθήτω η ξηρά» (Γέν. α: 9) ούτω το «αύθις» ερμήνευσαν και οι δύο εξηγηταί ο Θεόδωρος και ο ανώνυμος. Οι μεν ουν Ισραηλίται διεπέρασαν την ερυθράν θάλασσαν ξηρανθείσαν με τους πόδας των, τους δε τριστάτας των Αιγυπτίων η αυτή θάλασσα, ήτις δια το βάθος εφαίνετο μαύρη, εσκέπασεν όλους ομού ως ένας τάφος υδατόστρωτος με την κραταιάν δύναμιν της δεξιάς του Δεσπότου· την οποίαν ο Μωϋσής θαυμάζων έλεγεν: «Η δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύϊ· η δεξιά σου χειρ, Κύριε, έθραυσεν εχθρούς·» (Έξοδ. ιε: 6). Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί ο Μελωδός ωνόμασε μαύρον τον κόλπον της ερυθράς θαλάσσης, ενώ πολλά διαφέρουσιν αναμεταξύ των το κόκκινον και το μαύρον; Εις λύσιν της απορίας λέγομεν, ότι το νερόν κατά την ιδικήν του φύσιν αχρωμάτιστον είναι, καθώς ο αήρ, και ασχημάτιστον· όταν δε τύχη να χυθή μέσα εις αγγείον, τότε χρωματίζεται και σχηματίζεται· και εάν τυχόν είναι το αγγείον κόκκινον ή τετράγωνον, και το νερόν φαίνεται κόκκινον ή τετράγωνον. Η ερυθρά λοιπόν θάλασσα κατά μεν το έξω μέρος και κατ΄ αυτάς τας παραθαλασσίας κοκκινοειδής εφαίνετο, επειδή ήτον εις τους αιγιαλούς πέτραι τινές κόκκιναι υποκάτω εις το νερόν, κατά δε το βάθος της θαλάσσης εφαίνετο μαύρη, διότι το πολύ βάθος της θαλάσσης δεν άφινε την ακτίνα του Ηλίου να διαπεράση μέσα, και να συγχρωματίση το επάνω νερόν της θαλάσσης με τας υποκειμένας ερυθράς πέτρας· όθεν η αορασία του βάθους μαύρον έδειχνε το της ερυθράς πέλαγος. Δια τούτο και κάθε βυθός της θαλάσσης κοινώς μαύρος ονομάζεται, αν και υποκάτω τούτου ευρίσκεται ύλη διαφόρων χρωμάτων. Όθεν Όμηρος κρήνην μελάνυδρον είπε την έχουσαν ύδωρ πολύ, και οίνοπα πόντον, το πέλαγος. Σημείωσαι ότι, κατά τον ανώνυμον ερμηνευτήν, το «θαλάσσης κυματούμενον σάλον» περίφρασις είναι αντί του «θάλασσαν», ομοίως και το «ρώμη κραταιά δεξιάς του Δεσπότου», αντί του «δυνάμει Θεού».

O Συναξαριστής της ημέρας.

Δευτέρα, 16 Φεβρουαρίου 2015

Παμφίλου μάρτυρος και των συν αυτώ, Φλαβιανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ρωμανού οσιομάρτυρος του νέου του εκ Καρπενησίου (1694).

Oἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δανιήλ, Ἠλίας, Ἡσαΐας, Θεόδουλος, Ἱερεμίας, Ἰουλιανός, Οὐάλης, Παύμφιλος, Παῦλος, Πορφύριος, Σαμουὴλ καὶ Σέλευκος, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Κατάγονταν ἀπὸ διάφορους τόπους, τοὺς ἕνωνε ὅμως ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐργαζόμενοι στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ ἔπαρχου Φιρμιλιανοῦ. Ὁ ἄρχοντας κατέβαλε κάθε προσπάθεια νὰ πείσει τοὺς Ἁγίους νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὅμως παρέμειναν σταθερὰ προσηλωμένοι στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Τότε ὁ Φιρμιλιανὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοὺς θανατώσουν, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς βασανίσουν.

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἠλίας, Πάμφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σέλευκος, Ἱερεμίας, Ἡσαΐας, Σαμουὴλ καὶ Δανιὴλ ἀποκεφαλίσθηκαν διὰ ξίφους. Ὁ Πορφύριος, ὑπηρέτης τοῦ Παμφίλου, συνελήφθη τὴν ὥρα ποὺ ἀναζητοῦσε τὸ λείψανο τοῦ κυρίου του καὶ κάηκε ζωντανὸς μαζὶ μέ τὸν Μάρτυρα Ἰουλιανό. Τὸν Ἅγιο Θεόδουλο τὸν σταύρωσαν ἐπὶ ξύλου. Ἔτσι μαρτύρησαν οἱ Ἅγιοι καὶ προσετέθησαν στὴ χορεία τῶν ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.