ΟΤΙ ΗΓΑΠΗΣΕ ΠΟΛΥ (Α΄) - Αλεξανδρεύς


Ό,τι ξέρετε από τη ζωή μου κράτησε λίγες στιγμές.
 
Για ό,τι προηγήθηκε κάνετε απλές υποθέσεις.
 
Το τι ακολούθησε μοιάζει συχνά να μη σας ενδιαφέρει καν.
 
Μοιάζετε σαν τα μικρά εκείνα παιδιά που κρατιούνται σ΄όλη τη διάρκεια του παραμυθιού από τη βεβαιότητα τού “έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”.
 
Σ' όλες τις δυσκολίες του ήρωα, σ' όλα τα βάσανα και τις κακοτυχιές του, σ' όλα τα λάθη και τις πτώσεις του σφιχταγκαλιάζετε την σιγουριά της αγαθής έκβασης των πραγμάτων (αρχιτεκτόνημα κάθε καλού παραμυθά) και διώχνετε σαν ενοχλητική λεπτομέρεια όσα διαμείφθηκαν ενδιαμέσως. Μακάρι να μπορούσα να κάνω κι εγώ το ίδιο.
 
Μα τα υλικά τής ζωής μου δύσκολα με έπειθαν πως η συνταγή της θα οδηγούσε σε αγαθή έκβαση.
 


Σε μια κοινωνία κλειστή και συντηρητική το να είσαι πόρνη σε οδηγούσε πάντα στη σκέψη πως η ιστορία σου δεν θα μπορούσε να έχει καλό τέλος.
 
Εντάξει, η παρουσία των Ρωμαίων έδινε την ανακούφιση της σύγκρισης με τα δικά τους ήθη, ωστόσο εγώ δεν ανήκα σε εκείνους.
 
Είχα το “χάρισμα” και την κατάρα να ανήκω στον εκλεκτό λαό του Θεού.
 
Ξεχώριζα.
 
Εμείς οι πόρνες και οι τελώνες έχουμε το προσόν να αισθητοποιούμε μέσα στο σώμα τής κοινωνίας την αμαρτία.
 
Εκείνοι με την παμφάγα, ακόρεστη πλεονεξία, εμείς με την σωματική ηδονή.
 
Εκείνοι με τα χέρια, εμείς με το υπόλοιπο κορμί.
 
Είναι χρήσιμο σε μια κοινωνία να μπορεί να εξεικονίζει την αμαρτία σε συγκεκριμένα επαγγέλματα, σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
 
Επιτρέπει εύκολα σε όλους τούς υπόλοιπους να ζουν τη βεβαιότητα της αναμαρτησίας τους.
 
Δε θέλω απόψε να σας μιλήσω για το τι προηγήθηκε, για το πώς έγινα η Πόρνη.
 

Η ιστορία μου δεν περιέχει τίποτε εξόχως συγκλονιστικό, αφήστε που κάθε φορά πρέπει να ακροβατώ στην παρουσίαση των γεγονότων, στην ερμηνεία τους που με προφανή ή αδιόρατο τρόπο θα σας υποβάλω έτσι που να επιτρέψω να φανεί ή να εξαφανίσω πλήρως την προσωπική μου ευθύνη. Ξέρω, από τις συζητήσεις μου με τις συναδέλφους μου αλλά φαντάζομαι κι όλας, πως η ιστορία μου είναι παράλληλη με κάθε μιας άλλης πόρνης.
 
Εντάξει, διαφορές υπάρχουν, ωστόσο πάνω-κάτω οι ιστορίες είναι ίδιες.
 

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια μπορώ άνετα να παραδεχτώ πως η συνταγή είχε κι απ΄ τα δυο συστατικά: και προσωπική ευθύνη και κοινωνικό εξαναγκασμό.
 

Κείνο που καίγομαι να σας πω είναι τι έγινε μετά.
 

Όταν το μύρο τέλειωσε.
 

Όταν τα μαλλιά μου ξαναδέθηκαν, όταν η συζήτηση του Ραββί με τον Ιούδα έλαβε τέλος.
 

(Αλήθεια εκείνος ο Ιούδας πολύ μου θύμιζε τα πρόσωπα κάποιων από τους Φαρισαίους δασκάλους μας. Κάθε φορά που μίλαγαν για τους φτωχούς και την ανάγκη να τους βοηθήσουμε αποδεκατώντας τα υπάρχοντά μας σύμφωνα με το Νόμο του Μωυσή, το βλέμμα τους ήταν περίεργο και μερικές φορές είχα την αίσθηση πως θέλουν να χαϊδέψουν τις χοντρές κοιλιές τους. Κάτι από το βλέμμα τους, μου θύμιζε το βλέμμα των αντρών που με πλησίαζαν στο πορνικό μου κρεββάτι).
 

Όλοι έφυγαν κι εγώ απέμεινα σε μια γωνιά. Δεν είχα πια πού να πάω. Τριγύριζα στους δρόμους. Μια δυο φορές κινδύνεψα από τη ρωμαϊκή περίπολο. Με έσωσε ο επικεφαλής που με ήξερε καλά.
 

Δεν είχα από πού να πιαστώ κείνο το βράδυ.
 

Η ζωή μου, το “σπίτι” μου, το κρεββάτι μου, δεν με κρατούσαν πια.
 

Ήξερα πως είχα πουλήσει τη σιγουριά της ρουτίνας.
 

Εκείνο το βράδυ είχα απολέσει τη δυνατότητα να μείνω όπως ήμουν.
 

Έτρεμα όταν Τον συνάντησα.
 
Οι δάσκαλοι σε τούτον τον τόπο, σε τούτο το λαό πιάνουν τα άκρα. Συνήθως τα άκρα της απόλυτης αυστηρότητας.
 
Μα τούτος ήταν γλυκύς και πράος.
 
Είχα ακούσει πως μίλησε καλά για μας, τις πόρνες.
 
Το σχολίαζαν κοροϊδευτικά δύο πελάτες μου που περίμεναν στην αίθουσα αναμονής.
 
(Συνήθως οι πελάτες μου περιμένουν αμίλητοι και νευρικοί σαν τύχει να συναντηθούν.
 
Μα κείνοι είχαν χάσει κάθε αίσθηση ηθικής και ξένοιαστοι για το τι περίμεναν να κάνουν σχολίαζαν την φράση του Ραββί:
 

”Οι τελώνες κι οι πόρνες τραβάνε πρώτοι, οδηγοί για τη βασιλεία των Ουρανών”.
 

Πέταξαν ένα-δυό υπονοούμενα για το ποιόν ενός τέτοιου δασκάλου.
 

Ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε.
 

Μίλησαν και για έναν τελώνη που ο δάσκαλος πήγε σπίτι του κι έφαγε.
 

“Ωρα να τον δούμε και σε δημόσιο χώρο με καμμιά πόρνη ”απάντησε ο άλλος.
 

Τούτη τη φράση την άκουσα καθαρά, μιας κι εκείνη ακριβώς την ώρα άνοιξα την πόρτα μου για να δεχθώ τον ένα απ΄ αυτούς.)
 

Έτσι μου μπήκε η ιδέα να πάω να τον συναντήσω.
 

Είχα σκοπό να μετρήσω την αντοχή του.
 

Εννοούσε όσα έλεγε ή ήταν απλώς λόγια;
 

Η “δουλειά” μου με είχε κάνει να μην πιστεύω τα λόγια των ανθρώπων.
 

Άκουσα πως θα έτρωγε στο σπίτι ενός Φαρισαίου.
 
Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί απέξω.
 

Είχαν μάθει για την ανάσταση του Λαζάρου και το γεγονός είχε εξάψει τη φαντασία τους.
 

Άλλοι έβλεπαν στο πρόσωπό του το βασιλιά που θα διώξει τους μισητούς Ρωμαίους άλλοι τον γιατρό που νικά τον έσχατο εχθρό, το θάνατο.
 
Ζωηρές συζητήσεις είχαν ανάψει στον περίβολο.
 
Εγώ περπατούσα βιαστικά και ταυτόχρονα προσεκτικά.
 

Κρατούσα στα χέρια μου το δώρο μου.
 
Η αλήθεια ήταν πως η ιδέα δεν ήταν δική μου.
 

Πριν τέσσερις ημέρες η Μαρία, η αδελφή του αναστημένου Λαζάρου αγόρασε μύρο και του το έχυσε στο κεφάλι. Σκέφτηκα να κάνω κι εγώ το ίδιο. Βέβαια εκείνη ήταν η αδελφή του φίλου του.
 
Μια καθωσπρέπει γυναίκα με άμεμπτη συμπεριφορά που μάλιστα καθώς άκουσα την είχε ο ίδιος επαινέσει.
 

Ενώ εγώ;
 

Θα δεχόταν μύρο από εμένα;
 

Εγώ ήμουν πόρνη.
 

“Πώς μπορείς και συγκρίνεις τον εαυτό σου με τη Μαρία;” άκουγα μια φωνή μέσα μου.
 

“Τι κοινό έχετε εσείς οι δυο; Εκείνη είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Στο κάτω κάτω ανέστησε τον αδερφό της.
 
Εσύ τι δικαιολογία έχεις;
 
Για ποιο λόγο να του προσφέρεις μύρο;
 
Ύστερα λες πώς τον εκτιμάς.
 
Δεν καταλαβαίνεις σε τι δύσκολη θέση θα τον φέρεις;
 
Τον εκθέτεις.
 

Τι θα σκεφτεί ο κόσμος; Θα σας θεωρήσουν... Κάποιοι το λένε κιόλας ανοικτά.
 
Μην πας, δε χωράς εκεί.
 
Κι έπειτα τι θα κάνεις αν σε αποπάρει;
 
Αν σου φερθεί σκληρά; Θα το αντέξεις;
 
Σε μια Χαναναία γυναίκα μίλησε πολύ σκληρά κάποτε.
 
Κι εκείνη τι ζητούσε; Τη γιατρειά της κόρης της.
 
Ενώ εσύ ... Αλήθεια τι ζητάς εσύ; Τι ακριβώς θέλεις από το Ραββί;”
 

Τούτη η τελευταία ερώτηση με ζάλισε περισσότερο από όλες.
 
Τι θέλω;
 
Γιατί πηγαίνω εκεί; παραλίγο να με σταματήσει.
 

Μα τότε ήταν που την έκανα στην άκρη και όρμησα.
 
Σαν τρελή πήρα το κομπόδεμά μου, το χρήμα που μάζευα όλα τα χρόνια για τα γερατειά μου, το χρήμα που μάζεψα με αγωνία και αμαρτία, το χρήμα που εισέπραττα πουλώντας το κορμί και την ψυχή μου και όρμηξα στον μυρεψό.
 
Είχα ξαναμπεί εκεί πολλές φορές μα τούτη τη φορά πήγα στο μέρος που είχε τα ακριβά αρώματα, στο βάθος του μαγαζιού.
 
Προσπέρασα τα φτηνά αρώματα που συνήθως ψώνιζα για τις καθημερινές μου ανάγκες οι άνθρωποι -οι πελάτες μου θέλουν να μυρίζω ωραία για να ξεχνούν την κάθε είδους δυσωδία της ψυχής τους- και πλησίασα στο άρωμα της νάρδου.
 
Έπειτα έκανα μεταβολή και γύρισα στη βιτρίνα του μαγαζιού.
 
Εκεί βρίσκονταν δοχεία, αληθινά κομψοτεχνήματα.
 
Τα έβαζαν στη βιτρίνα οι μυρεψοί για να τραβούν το μάτι. Τα αρώματα δεν ελκύουν σ' όποια βιτρίνα κι αν τα τοποθετήσεις.
 
Διάλεξα το ωραιότερο, αλάβαστρο.
 
Πέρναγε από μέσα του το φως κι άφηνε τις ραβδώσεις του να αντιφεγγίζουν.
 
Ο μυρεψός κόντεψε να πεθάνει από το φόβο του όταν με είδε να το πιάνω.
 
Του το δωσα και του 'πα να το γεμίσει νάρδο ολοκάθαρη.
 
Με κοίταξε με το βλέμμα που κοιτούν έναν τρελό.
 
Έμεινε για λίγο ακίνητος κι αμίλητος κι ύστερα είπε:
 

“Σ' όλες τις δουλειές ο έρωτας τυφλώνει, μα στη δική σου είναι ολέθριος”.
 

Με κοίταξε ξανά σαν να ήθελε να με αποτρέψει.
 
Μέσα του πάλευαν το εμπορικό του δαιμόνιο με τη λύπηση για κάποιον που σε μια στιγμή ξεπούλαγε τη ζωή του.
 
Το δικό μου βλέμμα ήταν τόσο αποφασιστικό που ξανάγινε ο απλός έμπορος.
 
“΄Εχεις να το πληρώσεις” ρώτησε, με στεγνή φωνή τώρα. “Κοστίζει μια περιουσία”.
 
Τράβηξα το πουγγί μου και το άνοιξα. Το άδειασα επάνω στον μαρμάρινο πάγκο του.
 

Τα χρυσά νομίσματα κάνουν ένα μουντό θόρυβο, καθόλου χαρούμενο ή καμπανιστό.
 
Ίσως να φταίει το αίμα που 'χει χυθεί για το χρυσάφι.
 
Δεν τα άγγιξε. Τα μέτρησε με τα μάτια. Γιατί άραγε; Τα λεφτά τα χρειαζόταν, σε δυο μέρες ήταν Πάσχα.
 
Μου γέμισε το δοχείο κι έφυγα.
 

Τα ρέστα τού τα χάρισα.
 

Σε μια τέτοια σπατάλη, το να πάρει κανείς ρέστα καταντούσε σχεδόν αναίδεια.
 

Τα ρέστα της ζωής μου.
 

Μπήκα αμίλητη στο σπίτι. Ένιωσα όλα τα βλέμματα να με καρφώνουν. Δεν έλειψαν ούτε τα βλέμματα των μαθητών του. Είχαν καθήσει δεξιά και αριστερά του και με κοιτούσαν.
 

Δεν σήκωσα τα μάτια παρά για να κοιτάξω Εκείνον.
 

Τον είχα ξαναδεί πίσω από το μισόκλειστο παράθυρό μου, καιρό πριν, να περπατά στο δρόμο.
 
Μα τώρα τον έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο.
 
Ήθελα να κατεβάσω το βλέμμα γρήγορα, μην πάρει την ενέργειά μου για αναίδεια, μα κάτι μέσα στο δικό του βλέμμα με εμψύχωσε.
 

Ένιωσα πως το να κοιτάζω εκείνο το σταθερό, ήρεμο βλέμμα θα μπορούσε να αποτελέσει το ευτυχές υπόλοιπο της ζωής μου.
 

Τι λέω;
 

Το να τον κοιτάζω, έφτανε για να γεμίσει μια αιωνιότητα.
 

Ένας σεισμός με συντάραξε.
 

Μέσα σε μια στιγμή μονάχα ένιωσα να περνάει εμπρός στα μάτια μου όλη η ζωή μου.
 

Ένιωσα πως εκεί μπροστά Του μπορούσα να την ξαναπαίξω.
 

Να την ξανακερδίσω ή να την χάσω για πάντα.
 

Δεν ήξερα γιατί, δεν ήξερα πώς, ήξερα μόνο ότι γινόταν.
 

Τα όσα ακολούθησαν τα ξέρετε.
 
Τα ξέρουν όλοι εδώ στα Ιεροσόλυμα. Φορές φορές νιώθω πως τα ξέρει όλος ο κόσμος.
 

Σαν να πραγματοποιήθηκαν τα λόγια Του πως τούτη η πράξη μου θα μολογιέται στους αιώνες.
 

Τα πόδια μου λίγησαν, τα δάχτυλά μου έλυσαν τα μαλιά μου, με ένα απαλό ήχο, σαν το αυγό που σπάει, ο αλάβαστρος άνοιξε και γέμισε το σπίτι από τη μυρωδιά.
 

Δεν ξέρω αν ήταν η μυρωδιά που έκανε το κορμί μου να θέλει να λιποθυμίσει.
 

Δεν τόλμησα να αγγίξω σαν τη Μαρία την κεφαλή του.
 

Στα πόδια Του το 'χυσα ...
 


Συνεχίζεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια: