Φώτης Κόντογλου :

«Ὀρθοδοξία καὶ Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα. Ὅποιος ἀγαπᾶ τοὺς νεωτερισμοὺς καὶ θέλει νὰ ἀλλάξει ὅ,τι μας παραδόθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, αὐτὸς δὲν εἶναι Χριστιανός, γιατὶ δὲν ἔχει ταπείνωση, ἀφοῦ ἡ μητέρα τῶν νεωτερισμῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πορεύεται κατὰ τὸ θέλημα τὸ δικό του... Διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο μὲ ταπεινὴ καρδιὰ καὶ μὴν τὸ ἀφήσετε ἀπὸ τὰ χέρια σας. Θὰ γίνετε ἀθῷα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ξεκουρασθῆτε στὸ ἁγιασμένο μαντρί του. Καὶ ὅποιος σκύψει καὶ μπεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴ μάντρα ἀπὸ τὴν πόρτα τῆς ταπείνωσης, δὲν θέλει νὰ βγεῖ πιά»

Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδας.

http://agiooros.org/viewtopic.php?f=4&t=9655

Συνέβηκε κάποτε και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ’ αυτόν, μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία, μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει το παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο και θα φθάσει στο παράδεισο. Άκακος όπως ήταν ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ’ ένα μοναστήρι και είπε στον ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητά του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι και αφού τον έκαμε μοναχό τον έβαλε να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.

ΜΙΚΡΟΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ


O Συναξαριστής της ημέρας.

Τετάρτη, 18 Ιουνίου 2014

Λεοντίου, Υπατίου, Θεοδούλου, Αιθερίου μαρτύρων.


Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λεόντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ (69 – 79 π.Χ.). Καταταγεὶς στὸ στράτευμα, διακρινόταν γιὰ τὸρ ρωμαλέο καὶ μεγαλοπρεπὲς παράστημα, τὴ γεναιότητα καὶ ἀνδρεία του. Ἕνεκα τῶν ἀρετῶν του ἀνῆλθε ταχέως τὶς στρατιωτικὲς βαθμίδες, γενόμενος στρατηγός. Διορισθεὶς στὴν Ἀφρική, διένεμε ἄφθονα ἀπὸ τὰ στρατιωτικὰ σιτηρέσια στοὺς φτωχοὺς Χριστιανούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων συγκαταλέγετο καὶ ὁ ἴδιος, λατρεύων τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό. Τὸ γεγονὸς τοῦτο πληροφορηθεὶς ὁ ἡγεμόνας τῆς Φοινίκης Ἀδριανός, ἀπέστειλε τὸν τριβοῦνο Ὕπατο μὲ δύο στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Λεόντιο καὶ τὸν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του. Αὐτοί, ἀφοῦ ἦλθαν καὶ συναναστράφησαν μετὰ τοῦ Λεοντίου, ἐπείσθησαν ἀπὸ τοὺς λόγους του καὶ ἀσπάσθησαν τὸ Χριστιανισμό, καὶ ὁ Ὕπατος καὶ ὁ ἕνας ἐκ τῶν στρατιωτῶν, ὁ Θεόδουλος. Μαθόντες τὰ γενόμενα οἱ εἰδωλολάτρες, εἰδοποίησαν τὸν Ἀδριανό, ὁ ὁποῖος, ἀφιχθεὶς ἐκ Φοινίκης στὴν Τρίπολη, διέταξε τὴν σύλληψη αὐτῶν καὶ τὴν ἐνώπιόν του προσαγωγή τους. Καὶ τοὺς μὲν Ὕπατο καὶ Θεόδουλο, ἀφοῦ ἤλεγξε  γιὰ τὴν ἀνυπακοή τους, ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Λεόντιο, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε νὰ ἐπαναφέρει στὴν εἰδωλολατρία, διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνηλεῶς, νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ καταξεσχίσουν τὶς σάρκες διὰ σιδηρῶν ὀνύχων καὶ νὰ τὸν ἐγκλείσουν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη, καλέσας ἐκ νέου τὸν Λεόντιο καὶ μὴ δυνηθεὶς πάλι νὰ μεταπείσει αὐτόν, διέταξε τὴν κατόπιν σκληρῶν βασανιστηρίων θανάτωσή του. Ἔτσι, ἀφοῦ τὸν ἐξάπλωσαν στὴ γῆ καὶ τοῦ ἔδεσαν τεντωμένα τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σὲ τέσσερις πασσάλους, τὸν ἐχτύπησαν μέχρι ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο, περιβληθεὶς τὸν ἀμάραντο τοῦ μαρτυρίου στέφανο.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο «πέραν ἐν τῷ Μαρωδίῳ» καὶ στὸν εὐκτήριο οἶκο αὐτοῦ κοντὰ στὴν «Πόρτα τῆς Πηγῆς».

Toυ προσφάτως κοιμηθέντος Γέροντος Χρυσοστόμου των Σπετσών :

Τις δύναται να φαντασθή την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της περιόδου εκείνης των Πατέρων, να κηρύσση εαυτήν οργανικόν μέλος ομοσπονδίας τινός, ενούσης Ευνομιανούς ή Ανομίους, Αρειανούς, Ημιαρειανούς, Σαβελλιανούς και Απολλιναριστάς; Βεβαίως ουδείς! Αλλά τουναντίον, ο α΄ Κανών της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν ομιλεί περί ενώσεως με τοιαύτας ομάδας, αλλά ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΖΕΙ αυτήν!». Εν τούτοις, η Ορθόδοξος Εκκλησία, Ήτις είναι «άθικτος παρθένος, Εκκλησία χιονόσωμος….σώφρων, άμωμος, ερασμία», ερρίφθη «εις τον κλίβανον» της φρικώδους ταύτης παναιρέσεως, δια της συμμετοχής εις την ειδικήν, δια την παναίρεσιν ταύτην λειτουργία της Λίμα, κατά την Έκτην Σύνοδον του Π.Σ.Ε. εις Βανκούβερ του Καναδά! (εφημ. Ορθόδοξος Τύπος 30-9-1983). Εάν εις τα ως άνω αναφερόμενα «υπαγορεύματα του διαβόλου» είχον αντισταθή οι Ποιμένες, ίσως δεν είχομεν φθάσει εις τον σωρείτην των βλασφημιών κατά του Αγίου Πνεύματος, εκ μέρους των «Φρουρών» της Ορθοδοξίας, προβαινόντων εις φιλαιρετικάς σχέσεις μετά των ετεροδόξων και κατακρημνιζομένων εις τα βαθέα σκότη της οικουμενιστικής πλάνης, όπου απαντούν τον βασικόν λίθον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, τον αιρεσιάρχην πάπαν, τύπον του Αντιχρίστου!

Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 270 :

«Eάν δεν υπάρχη σταθερά και ωρισμένη Εκκλησία, της Αποκαλύψεως ανεπισφαλής φορεύς, αλλά πάσαι αι Χριστιανικαί Εκκλησίαι αποτελούσι μέρη ισοδύναμα και ισόκυρα της Εκκλησίας είναι φανερόν, ότι η μεν Αποκάλυψις ουδέν σταθερόν και παραμόνιμον έχει να αποκαλύψη, αλλά ποικίλον τι και κατά τας δόξας και προϋποθέσεις των προσώπων εξαλλάσσον, ουδέν δε απομένει κριτήριον, δι΄ ου θα δυνηθή τις… να διακρίνη την αληθή διδασκαλίαν του Κυρίου, άμα δε να πορισθή πεποίθησιν ασφαλή περί της αξιοπιστίας της αληθείας ων πιστεύει»

Κάθε Κυριακή, άπρακτος ο δαίμονας

«Ψηλά στήν Κωστελάτα, τά κρύα τά νερά», ἐκεῖ στίς νοτιοδυτικές πλευρές τῶν ὑπερήφανων Τζουμέρκων, στούς πρόποδες τῶν κορυφῶν Καταφίδι καί Πάνω Κωστελάτας, σέ ὑψόμετρο 900 μέτρα περίπου, εἶναι σκαρφαλωμένα τά Τζουμερκοχώρια καί τά Κατσανοχώρια. Στίς ἀετοφωλιές τους λημέριαζε τά χρόνια τά παλιά ἡ κλεφτουριά.  Ἀγναντεύουν ἀπό ψηλά τήν κοιλάδα τοῦ πολύνερου Ἄραχθου, πού μερόνυχτα κυλᾶ μέσα στήν ἄγρια ὀμορφιά του, τά θεόρατα πλατάνια καί τίς γυαλιστερές ριζιμιές κοτρῶνες.

Στίς πλαγιές μέ τίς δασωμένες κουμαριές καί φτέρες, ὅπου μοσχοβολᾶ τό θροῦμπι καί κρυφογελοῦν μέ τόν ἥλιο ἀσπροκόκκινα κρινάκια καί ζαμπάκια. Ἐκεῖ, στό χωριό Μονολίθι Ἰωαννίνων, ζοῦσε γύρω στά 1960 μιά οἰκογένεια εὐλογημένη. Ἡ κυρά Σταυρούλα Μάνθου μέ τόν ἄντρα καί τά δυό παιδιά τους. Ὁλημερίς στά χωράφια μέ τά φουντωμένα καλαμπόκια καί τά καταπράσινα τριφύλια, πότιζε, σκάλιζε, φρόντιζε τά ζωντανά τους.

Μά οἱ Κυριακές καί οἱ μεγάλες σκόλες ἦταν γι’ αὐτή μέρες ξέχωρες, εὐλογημένες. Τοίμαζε τό καλοζυμωμένο της πρόσφορο, ἔγραφε τά ὀνόματα γιά ζωντανούς καί πεθαμένους δικούς της, τό τύλαγε εὐλαβικά στήν ἄσπρη ὑφαντή πετσέτα μέ τό κοφτό ἀνεβατό καί τίς δαντέλες, ἔκανε τό σταυρό της καί χαράματα ξεκίναγε γιά τήν ἐκκλησία. Ἔπαιρνε τό μοναπάτι μέ τήν ἀπότομη κατηφοριά, μιᾶς ὥρας δρόμο ἀπό τοῦ Ἅϊ Γιώργη τό συνοικισμό, γιά τήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἄνοιξη καί χειμώνα μέ τίς νεροποντές καί τούς ἀγέρηδες δυσκόλευαν πολύ τά πράγματα στή λασπωμένη κατηφόρα.

Ἀλαφροπατοῦσε προσεκτικά στίς γλύστρες καί τίς νερολακκοῦβες. Καί στό γυρισμό λαχάνιαζε στόν κοφτό ἀνήφορο. Μά ἡ κυρά Σταυρούλα τ’
 ἀψηφοῦσε ὅλα. Γοργοχτυποῦσε ἀπό λαχτάρα ἡ καρδιά της. Νά λειτουργηθεῖ, νά πάρει μέσα της τόν ἀφέντη Χριστό μέ τήν ἅγια Κοινωνία! Κι ἦταν κι ἄλλες μέρες γιορτινές, πού ἡ ἴδια μέ λειτουργίες, «ἄνοιγε» κοντινά τους ἐξωκκλήσια.

Κι ἦταν ὅλα τόσο εὐλογημένα στό ζεστό της σπίτι, στ’ ὄμορφο χωριό τους μέ τά σφιχταγκαλιασμένα πουρνάρια καί τήν καταπράσινη βλάστηση.
Κείνα τά χρόνια στό χωριό τῆς Ἄρτας Κάτω Γρεκικό ζοῦσε ὁ ξακουστός μάγος Γεώργιος Τριαντάφυλλος, γνωστός γιά τό διαβολικό του ἔργο ὄχι μόνο στά γειτονικά Τζουμερκοχώρια, μά καί στήν κοντινή Μακεδονία, ἀκόμη καί στήν Ἰταλία. Εἶχε προμηθευτεῖ τά σχετικά βιβλία μέ τίς προσευχές καί ἐπικλήσεις τῶν δαιμόνων καί ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος σ’ ὅλη τήν περιοχή. Ἀκόμη καί σήμερα, σάν θέλουν νά φοβερίσουν κάποιο, ἔχει μείνει ἡ παροιμιώδης φράση: «Θά σέ κανονίσω ἐγώ στόν Τριαντάφυλλο».

Στό σπίτι τῆς κυρά Σταυρούλας ὅλα κυλοῦσαν ἥσυχα. Βασίλευε γλυκιά εἰρήνη κι ἀγάπη ζηλευτή. Κάποτε ὅμως οἱ συγγενεῖς τοῦ ἀνδρός της πῆραν μιά ἀπόφαση γιά ἕνα θέμα γενικότερο στό σόϊ τους. Μά ἡ κυρά Σταυρούλα δέν συμφωνοῦσε, καί μέ τόν τρόπο της τόν καλό τό ἔλεγε. Δέν ἦταν συμφέρο γιά τό σπίτι της. Ἐκεῖνοι ἐπέμεναν. Τό ἴδιο καί ἡ κυρά Σταυρούλα. Κι ἐκεῖνοι, γιά νά πετύχουν τόν παράνομο σκοπό τους, ξεκίνησαν μιά καί δυό γιά τόν Τριαντάφυλλο.
―Θά τήν κανονίσουμε μεῖς. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγαν πεισματωμένοι.
Τούς ἄκουσε ὁ μάγος μέ προσοχή.
―Μήν ἀνησυχεῖτε καθόλου. Θά γίνει ὅπως τό θέλετε καί μέ τό παραπάνω. Θά τήν δέσω ἐγώ, ὅπως ξέρω, καί δέν θά τολμήσει νά ξανασηκώσει ποτέ πιά κεφάλι. Ξέρω ἐγώ...

Ἀφοῦ τόν πλήρωσαν γερά, ἔφυγαν περιχαρεῖς γιά τό χωριό. Καί περίμεναν...
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μῆνες, μά τίποτα. Ὅλα στό σπίτι της πήγαιναν καλά, κι ἀπό τό καλό στό καλύτερο. Ἥσυχα κι ἀγαπημένα. Κι ὅλοι γεροί καί δυνατοί καί πιότερο ἡ κυρά Σταυρούλα.
Δέν εἶχαν ἄλλη ὑπομονή.
―Τόν ἀπατεώνα. Μᾶς γέλασε. Πῆρε τόσα λεφτά καί τίποτα...
Κι ἀνήσυχοι καί θυμωμένοι τρέξαν στό μάγο. Ἀπαιτητικοί καί αὐστηροί.
―Μπάρμπα Γιώργη, τί γίνεται; Καλά τά πῆρες τά λεφτά, μά ἀποτέλεσμα κανένα. Μή μᾶς γέλασε ἡ ἀφεντιά σου;
Ὁ Τριαντάφυλλος τούς δέχτηκε σοβαρός καί προβληματισμένος. Ἤτανε σίγουρος γιά τήν τέχνη του. Μά τώρα;
―Ἀκοῦστε, τούς λέγει. Οὔτε σᾶς γέλασα, οὔτε ἄδικα τά πῆρα τά λεφτά. Τόσα καί τόσα χρόνια ξέρω νά κάνω τή δουλειά μου, καί τήν κάνω. Μά μέ δαύτη τή γυναίκα δέν μπορῶ. Στέλνω, ξαναστέλνω τό δαίμονα ἐναντίον της, μά τίποτα. Γυρίζει ὀπίσω ἄπρακτος. Οὔτε νά τῆς κάνει κακό μπορεῖ, μά οὔτε ἀκόμη καί νά τήν πλησιάσει. Καί τοῦτο φταίει: Δέν χάνει λειτουργιά τήν Κυριακή. Καί κοινωνεῖ.

Κι ἔφυγαν κεῖνοι μέ ντροπή καί σκεπτικοί...

Πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης :

...Eπιθυμοῦμε νὰ τονίσουμε ὅτι ὁ πατριάρχης, ἐνδιαφερόμενος στὰ λόγια γιὰ τὴν διατήρηση καὶ ἐνίσχυση τῶν Ἱερῶν Προσκυνημάτων, τὰ θέτει σὲ κίνδυνο, διότι μὲ τὴν μεταφορὰ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὰ Ἱεροσόλυμα τῶν συμπροσευχῶν, τῶν συναντήσεων, τῆς ἀνταλλαγῆς δώρων, τῶν κοινῶν εὐλογιῶν, μεταφέρει τὶς οἰκουμενιστικὲς ἐκτροπὲς καὶ στὴν κοιτίδα τοῦ Χριστιανισμοῦ, καὶ στερεῖ τὴν Σιωνίτιδα Ἐκκλησία καὶ τὰ Πανάγια Προσκυνήματα ἀπὸ τὴν ὀμβρέλλα τῆς χάριτος καὶ τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ. Ἂς περιμένει νὰ τὰ προστατεύσει ὁ «ἁγιώτατος ἀδελφός, ἐπίσκοπος Ρώμης», ὅπως προστάτευσε καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη, τὴν ὁποία πρῶτος κατέκτησε πρὶν ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸ 1204, καὶ ὅπως ἀνοήτως πιστεύει γιὰ τὴν Κύπρο ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ὀλιγοπιστοῦσα γιὰ τὴν θεία βοήθεια καὶ προσκυνοῦσα τὸν πάπα.

Ένα επιχείρημα που προβάλλουν οι Αντ-οικουμενιστές είναι το πλήθος των ανθρώπων που ακολουθούν την δικήν τους γραμμή λέγοντας:

                              
 «Τόσοι Αρχιερείς,τόσοι Ιερείς, τόσοι Μοναχοί και λαϊκοί πεπαιδευμένοι και μη, δεν διακόπτουν πνευματική επικοινωνία με τους Οικουμενιστές, όλοι αυτοί επλανήθησαν και μόνο εσείς οι ολίγοι είσθε με την αλήθεια;» Παλαιό το σόφισμα, ανασκευασμένο και απογεγυμνωμένον υφ’ όλων σχεδόν των αγίων Πατέρων μας και της Αγίας Γραφής. Το δυστύχημα δι’ αυτούς που λέγουν όλα αυτά είναι ότι η αλήθεια δεν συμβαδίζει πάντοτε με τους πολλούς, αλλά πολλές φορές με τους ολίγους. Ο ίδιος ο Κύριος μας είπε: «ότι πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν, και πολλοί εισίν οι εισερχόμενοι δι’ αυτής. Ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν, και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ. ζ: 13). Και εις άλλο σημείο, «Πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί». Οι άγιοι πατέρες μας απαντούσαν ως εξής, όταν οι αιρετικοί προέβαλλον ως επιχείρημα το πλήθος που τους ακολουθούσε: «Πλήθει το ψεύδος κρατύνεις; Έδειξας του δεινού την επίτασιν (ένταση, δυνάμωμα) · όσω γαρ πλείους εν τω κακώ τοσούτω μείζων η συμφορά». «Εμοί πλήθος αιδέσιμον ου το χαίρον καινοτομία, αλλά το φυλάσσον πατρώαν κληρονομίαν» (άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, επιστολή 45). Σε άλλο σημείο λέγει: «Μη θώμεν σκάνδαλον τη Εκκλησία του Θεού, ήτις εστί και εν τρισίν Ορθοδόξοις οριζομένη κατά τους αγίους» (άγ. Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 1049B). O άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής έγραφε: «Ει και πάνυ ολίγοι εν τη Ορθοδοξία και ευσεβεία διανένουσιν, ούτοι εισίν Εκκλησία και το κύρος και η προστασία των εκκλησιαστικών θεσμών εν αυτοίς κείται». Ο καθ. Γ. Φλωρόφσκυ έγραφε: «Πολύ συχνά το μέτρο της αληθείας είναι η μαρτυρία της μειοψηφίας. Είναι δυνατό να είναι καθολική Εκκλησία το μικρόν ποίμνιο.  Είναι δυνατό να εξαπλωθούν οι αιρετικοί παντού και να καταλήξη η Εκκλησία στο περιθώριο της ιστορίας, ή να αποσυρθεί εις την έρημο. Αυτό συνέβη κατ’ επανάληψη εις την ιστορία και είναι πολύ πιθανόν να συμβή και πάλι». Δεν αποτελούν λοιπόν οι πολλοί την Εκκλησία του Χριστού, αλλά οι την ορθήν και σωτήριον της πίστεως ομολογἰα φυλάσσοντες, όσοι ολίγοι και αν είναι.

του Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών

…Λέγοντας «Ουνία», εννοούμε ένα θρησκευτικοπολιτικό σχήμα, που επινοήθηκε από τον Παπισμό για τον εκδυτικισμό της μη λατινικής Ανατολής, την πνευματικοπολική δηλαδή υποταγή της στην εξουσία του Πάπα.

Η επεκτατική αυτή κίνηση του Παπικού Θρόνου, ονομαζόμενη ΟΥΝΙΑ ή ΟΥΝΙΤΙΣΜΟΣ στη γλώσσα μας, οφείλει το όνομά της στη λατινική λέξη
UNIO (ένωση), αλλά μόλις το 1596 έλαβε στην Πολωνία επίσημα το όνομα UNIA (σλαβ. UNIJA). Το όνομα χρησιμοποιήθηκε τότε, για να χαρακτηρισθεί όχι μόνο η ενωτική κίνηση με τον Πάπα, αλλά και το συγκεκριμένο σώμα (κοινότητα) των Ορθοδόξων, οι οποίοι συνοδικά απεφάσισαν όχι την ολοτελή προσχώρησή τους στον Παπισμό, αλλά μόνο την αναγνώριση του Πάπα ως πνευματικής κορυφής τους, διατηρώντας τα λατρευτικά και λοιπά έθιμά τους και δίνοντας, έτσι εξωτερικά την εντύπωση της συνέχειας και παραμονής στο εθνικό πλαίσιό τους.