Αθωνικά άνθη -- «ΝΕΡΟ»

«….εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν». Απ. Παύλος.


Αυτή ήτο η τελευταία λέξις του αποθανόντος και ταφέντος περιβοήτου Νίκου Καζαντζάκη. Ποίος ημπορεί να ισχυρισθή μετά βεβαιότητος περί της σημασίας της λέξεως αυτής, προφερομένης κατά την υστάτην στιγμήν του βίου του, καθ’ ην εν αγωνία παρέδιδεν, επί της επιθανατίου κλίνης του, την ψυχήν εις "τον Θεόν των πνευμάτων και πάσης σαρκός";                                                                                                                                                                   
Πολύ φοβούμεθα, ότι ενέχει την ιδίαν σημασίαν με την επίκλησιν του άφρονος εκείνου πλουσίου, προς τον πατέρα Αβραάμ, ότε ωδυνάτο εν τη φλογί εκείνη τη αφορήτω. Διότι, ομολογουμένως, ο Καζαντζάκης υπήρξε και αυτός άφρων πλούσιος. Όχι υλικώς αυτός, αλλά πνευματικώς. Υπήρξε φορεύς σπανίου και επιφθόνου πνευματικού πλούτου, δια την κτήσιν του οποίου ουδόλως εκοπίασεν, αφού ήτο θεία δωρεά, και τον κατεδαπάνησεν ασώτως και επί βλάβη του κόσμου. Διότι αναμφιβόλως εζημίωσε και τον εαυτόν του και ψυχάς αναριθμήτους. Διο, και προγευόμενος απ’ εντεύθεν των αποκειμένων αιωνίων τιμωριών, δια το ανυπολόγιστον έγκλημά του, έγκλημα υπέρτερον όλων των διωκτών του Χριστιανισμού, ως αναφερόμενον εις την διαστροφήν της θείας αληθείας και τόσων πνευμάτων, εζήτει, διψών, νερό!...

Δεν αντιδικώμεν προς τον νεκρόν. Δεν χαιρεκακώμεν εις την δυστυχίαν του. Δεν προτιθέμεθα να ενοχλήσωμεν την μνήμην του. «Ο αποθανών δεδικαίωται», τουλάχιστον από της πλευράς των ζώντων. Η χριστιανική σκέψις χρηστεύεται, ώστε να μη επιτρέπη μικρά συναισθήματα, και η καρδία αγαπά, ώστε να προσεύχεται δι’ όλας τας ψυχάς, αγίας και εναγείς. Και υπέρ εκείνων, που έκαμαν εις τον κόσμον μεγάλον κακόν, ομοίως με εκείνας που έκαμαν μικρόν ή έβλαψαν μόνον εαυτάς. Ο σκοπός του άρθρου τούτου είναι άλλος. Δεν προτίθεται να κρίνη τον άνθρωπον, αλλά τας ιδέας του. Τας ιδέας του, αι οποίαι έκριναν και κρίνουν την πνευματικήν κατάστασιν του κόσμου. Ο άνθρωπος εκ των λόγων του δικαιούται ή κατακρίνεται. «Εκ των λόγων σου κρινώ σε δούλε πονηρέ». Οι δημόσιοι άνδρες, ως φορείς ιδεών, θέτουν εις δοκιμασίαν τους ανθρώπους, και τας ιδέας των. Το ποίας ιδέας έχει έκαστος, είναι εκ των πλέον κρισίμων πραγμάτων. Καθορίζει την αιωνίαν μοίραν του, προς το φως ή προς το σκότος.

Με ποία κριτήρια θα κρίνωμεν τας ιδέας του Καζαντζάκη; Με τα χριστιανικά. Πέραν του χριστιανισμού, δεν υπάρχει ειμή έρεβος πυκνόν. Η ιστορία της φιλοσοφίας των ανθρώπων ουδέν έτερον είναι, ή ιστορία του ψεύδους.                                                                                                                                                                                               Αγωνιώδεις προσπάθειαι της αρχαιότητος, λευκασμέναι κεφαλαί των διασημοτέρων πνευμάτων, μελέται βαθείαι επί της φύσεως των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων, δεν παρήγαγον τίποτε περισσότερον από σκιάς. Και τούτο, διότι η αλήθεια διέστη από τον άνθρωπον, αφ’ ότου ο άνθρωπος εμακρύνθη από του Θεού, και η πεπτωκυία και διαφθαρείσα φύσις του κατέστη ανεπίδεκτος των λάμψεων του θείου φωτός.                                                                                                                           
Μόνον ο Χριστός έφερε πάλιν το φως της αληθείας εις τον άνθρωπον, αφού προηγουμένως τον ανέπλασε δια της υπερφυούς θυσίας του και τον κατέστησε δεκτικόν του αγίου φωτός του.                                                                                         
Και ο άνθρωπος επανήλθεν εις «το αρχαίον αξίωμα» «δια της συγκράσεως», της θείας με την φθαρείσαν ανθρωπίνην φύσιν. Με το άγιον βάπτισμα και την μετάληψιν του Σώματος και Αίματος του Κυρίου, εισερχόμεθα εις την περιοχήν του πνευματικού φωτός. Όρος της παραμονής μας εντός της περιοχής ταύτης, όπου καταλάμπεται η ψυχή μας από τας ακτίστους ενεργείας της θείας χάριτος, είναι η διατήρησις της πίστεώς μας προς τον Χριστόν, η αγάπη μας, η ομολογία των αμαρτιών μας, η τήρησις των θείων εντολών του.

Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, ήτο εστερημένος του φωτός της αληθείας, επειδή, παρά τον νηπιοβαπτισμόν του και τας υπερφυείς συνεπείας του μυστηρίου, δεν επίστευεν εις τον Χριστόν. Από του σημείου της απιστίας του και εντεύθεν αρχίζει η περιπετειώδης πλάνησις του όχι συνήθους νου του. Όσον εκυριάρχει η απιστία, τοσούτον ηυξάνετο και το σκότος της ψυχής. Ο κακός εντεύθεν βίος, δεν ήτο, παρά η συνέπεια ενός ανθρώπου εις τα σκότη διαπορευομένου και ένθεν κακείθεν προσκρούοντος τους πόδας του. και επληρώθη εις αυτόν ο λόγος του Κυρίου: «Όταν δε το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, -- δια του Βαπτίσματος—διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και ουχ ευρίσκει. Τότε λέγει· εις τον οίκον μου επιστρέψω, όθεν εξήλθον· και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα και σεσαρωμένον και κεκοσμημένον. Τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου, χείρονα των πρώτων» (Ματθ. ιβ: 43). Εντεύθεν όλα εξηγούνται. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα εκτροπής της ψυχής αυτής, αλλά γεννάται ένα άλλο θέμα: Εις ποίαν έκτασιν επλανήθη ο άνθρωπος και ποίους χαρακτήρας φέρει ως κακόν, ως ψεύδος, ως δαιμονικήν ενέργειαν, ως στέρησιν φωτός. Εκάστη προσωπικότης είτε εσκοτισμένη, είτε φωτεινή, φέρει τα ιδιάζοντα στοιχεία μεθ’ εαυτής του κακού και του καλού. Και τα καλά και τα κακά εκπορεύονται από τας φυσικάς πηγάς των τας πνευματικάς, του θυμικού, του επιθυμητικού και του λογιστικού. Εις το πρώτον αναλογούν η αγία ή η σαρκική αγάπη, η ορμή προς το αγαθόν ή το κακόν. Εις το δεύτερον η σωφροσύνη ή η ακολασία. Και εις το τρίτον η αλήθεια ή το ψεύδος, ως ορθή πίστις, ως ορθαί ιδέαι ή ως αιρέσεις και πεπλανημέναι περί των πραγμάτων ιδέαι. Εντεύθεν προεκβάλλει ο πνευματικός άνθρωπος «εκ του πονηρού ή αγαθού θησαυρού της καρδίας» τας σκέψεις και ιδέας, κατά τρόπον φυσικόν. Φαντασθήτε, λοιπόν, μίαν, παραπάνω από τα κοινά μέτρα, ψυχοπνευματικήν ύπαρξιν, με διάστροφον το τριμερές της ψυχής, με εσκοτισμένον το λογιστικόν, με ακόλαστον το επιθυμητικόν και το θυμικόν έρπον εις την απόλαυσιν των γηϊνων, και ιδού, έχετε τον δυστυχή Νίκον Καζαντζάκην, ως συγγραφέα.

Αι εξαίρετοι νοητικαί δυνάμεις αυτού και η ενασχόλησίς του με την συγγραφήν, του επέτρεψαν να δύναται να αρέση εις τον εστερημένον ορθών κριτηρίων κόσμον. Τι ημπορούσε να παραγάγη η καρδία και ο νους του Καζαντζάκη; «Ει ουν το εν σοι φως, σκότος εστί, το σκότος πόσον;». Και είπεν: «Ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός. Ήτο ένας καλός άνθρωπος, που αγωνίστηκε και νίκησε την κατωτέραν του φύσιν και έγινε «Θεός». Ωσάν άνθρωπος είχε όλες τις αδυναμίες που έχει κάθε άνθρωπος». Και επάνω εις τον καμβά αυτόν του ψεύδους, αρχίζει να κεντά με τέχνην πολλήν τοιαύτας ασεβείας, προ των οποίων ερυθριά από εντροπήν και αγανάκτησιν η χριστιανική ψυχή. Οι γυμνοί πίστεως και ανερμάτιστοι πνευματικώς και ηθικώς ενεθουσιάσθησαν. Εντεύθεν το λιβανωτόν λατρείας εις το ξόανον Καζαντζάκη, όστις ουδέν περισσότερον είπεν από τους προ αυτού πολεμίους του χριστιανισμού, ειμή μόνον ότι απέδωσεν εις τον Χριστόν άθλια πάθη, και ανθρωποπαθείς αδυναμίας. Μας ενδιαφέρει να μάθωμεν, ως χριστιανοί, τι εφρόνει σχετικώς με την αγίαν πίστιν μας, και πως ημείς αντιμετωπίσαμεν τον φορέα των βλασφήμων αυτών αιρέσεων. Τα άλλα συγγράμματά του, τα ταξιδιωτικά και πατριωτικά, δεν μας ενδιαφέρουν πόσης αξίας λογοτεχνικής είναι. Είναι αδύνατον πάντως, εστερημένος θείου φωτός, αυτός ο άνθρωπος, όστις υπήρξεν ο «άγιος» του ρωσσικού κομμουνισμού υπό το σλαυϊστί μεταποιημένον όνομά του, ως Νικολάϊ Καζάν, να γράψη αληθώς ωραία πράγματα και ωραίως αληθή. Ο «Καπετάν Μιχάλης» του, ως εκφραστικόν πατριωτικών αισθημάτων, αποτελεί εκδήλωσιν χυδαίου και βαρβάρου πατριωτισμού υπό την πλέον χονδροειδή μορφήν του. «Μήτι συλλέγουσιν από ακανθών σταφυλήν ή από τριβόλων σύκα; Ούτω παν δένδρον αγαθόν καρπούς καλούς ποιεί, το δε σαπρόν δένδρον καρπούς πονηρούς ποιεί» (Ματθ. ζ: 16).

Από σεβασμόν εις την «Αγιορειτικήν Βιβλιοθήκην» και δια να μη μολύνωμεν την σκέψιν των αναγνωστών της, δεν θα παραθέσωμεν αποσπάσματα εκ των βεβήλων βιβλίων του αξιοθρηνήτου Καζαντζάκη, ελπίζοντες ότι πάντες θα επληροφορήθησαν περί των βλασφημιών του. Αλλ’ ο Καζαντζάκης ήδη απέθανε και ετάφη και συνηριθμήθη μετά των εχθρών του Χριστιανισμού, Νίτσε, Ρενάν, Μπάουρ. Δυστυχώς δι’ ένα διάστημα θα ζη δια των βιβλίων του και θα συνεχίζη το άχαρι και καταστροφικόν έργον του εις τας ψυχάς των ασθενών και αστηρίκτων ανθρώπων. Και έπειτα θα λησμονηθή και αυτός, ως μία απαισίας μνήμης μορφή των γραμμάτων, η οποία έζησε χωρίς Χριστόν και εις την μέθην του νου επάνω, επολέμησε τον Χριστόν. Αλλά «δεινόν το προς κέντρα λακτίζειν». Μας ανενέωσε την γνωστήν και παλαιάν διδαχήν, κατά την οποίαν, «οι μακρύνοντες από του Θεού απολούνται». Η περίπτωσις Καζαντζάκη, από χριστιανικής απόψεως—δηλαδή από της μόνης αληθούς σκοπιάς—είναι σταθερώς τοποθετημένη: Όσοι είναι μακράν της πίστεως, του Σταυρού και της Αναστάσεως, όχι μόνον «μέλλουν αποθανείν», αλλ’ είναι απ’ εντεύθεν νεκροί. Επομένως, δι’ ημάς τους κοινωνούντας τω Σταυρώ του Κυρίου και τη Αναστάσει αυτού, δεν είναι άγνωστον, ότι οι μη εκ πίστεως καθαιρόμενοι δια της συσταυρώσεως, και μη ελλαμπόμενοι τω αϋλω και πνευματικώ της Αναστάσεως φωτί, διατελούν «εν σκότει και σια θανάτου». Δεν μας εκπλήττει το γεγονός, ότι μεγαλοφυϊαι, έξοχα πνεύματα του κόσμου, ποιηταί με εξαιρετικά στοιχεία δεξιότητος ποιητικής, καλλιτέχναι του λόγου και της μουσικής, συγγραφείς και φιλόσοφοι δημιουργικοί, όντες γυμνοί της θείας στολής της χριστιανικής πίστεως, ασωτεύουν επί βλάβη της ανθρωπότητος τα θεία δώρα του πνεύματος και ουδένα αληθή χριστιανόν ούτε να συγκινήσουν δύνανται, ούτε να πείσουν, ούτε να ωφελήσουν. Αποδεικνύονται δε οι «μεγάλοι» αυτοί, άσοφοι και κατώτεροι και από τον πλέον απλοϊκόν χριστιανόν, όστις καταλάμπεται υπό του φωτός της πίστεως. Διότι «ούτως εγένετο ευδοκία ενώπιον του Θεού», όστις «εξελέξατο τα μωρά του κόσμου, ίνα τους σοφούς καταισχύνη». Ενώ αυτοί, αφεθέντες εις τας συλλήψεις της μη κακαθαρμένης, από την θείαν εν Χριστώ ζωήν, φαντασίας των, και αρνηθέντες το θαυμαστόν της πίστεως φως, εσκοτίσθησαν.

Το φως της πίστεως δεν δίδεται εις τα υπερήφανα πνεύματα, ούτε εις τους οιηματίας, ούτε εις τους «παρ΄εαυτοίς φρονίμους», ούτε εις εκείνους τους Χριστιανούς, οι οποίοι συμβιβάζουν την εγκοσμίαν ευδαιμονίαν με την ευσέβειαν. Αλλά δίδεται εις τους ταπεινούς, τους κλαίοντας, τους προσευχομένους πολύ, τους πενθούντας εν Κυρίω, τους αγαπώντας τον σταυρόν του Χριστού, τους κακοπαθούντας. Το φως τούτο δίδεται εις τους «μη έχοντας ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούντας» και δια κλαυθμού ιερού βεβαιούντας την προς αυτήν την πόλιν αγάπην των. Εις τους πεινώντας και διψώντας την επιφάσνειαν του Χριστού, όπως ο Δαυϊδ κλαίων έλεγε: «Πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού; Εγενήθη τα δάκρυά μου εμοί άρτος νυκτός και ημέρας εν τω λέγεσθαί μοι καθ’ εκάστην ημέραν, που εστιν ο Θεός σου;». Δίδεται εις τον θείον Παύλον και τους αγίους μας Πατέρας, οι οποίοι εισδύσαντες εις την ουσίαν της ζωής αυτής, δυνάμει της εκπληρώσεως όλων των εντολών—όλων—και της χάριτος του Κυρίου, και διασχίσαντες τα νέφη της υλώδους φύσεως δια της αγάπης, εισήλθον εις τον γνόφον των αλαλήτων και αφάτων μυστηρίων, και εκείθεν επέστρεψαν κλαίοντες εις την γην, με ένα κλαυθμόν που κάμνει τον Θεόν να προσέχη τον κλαίοντα και να τον ερωτά: «Τι βοάς προς με;». «Αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται».

Κατακλείοντες το παρόν άρθρον, εκφράζομεν την βαθείαν ημών θλίψιν και απογοήτευσιν, δια την προκοπήν του δυσμοίρου τούτου Έθνους μας, διότι ευρέθησαν χριστιανοί, άνθρωποι ή ακαθορίστου ιδεολογικής τοποθετήσεως ή εστερημένοι ευθιξίας, διευθύνοντες την ιστορικήν πορείαν των πόλεων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Κρήτης, οι οποίοι ετόλμησαν ν’ απονείμουν τιμάς εις τον εχθρόν του Χριστιανισμού, δια της ονοματοδοτήσεως οδών εις το όνομα του Καζαντζάκη. Οποία ανατροπή πάσης εννοίας ηθικής τάξεως! Πως εις τας κρισίμους στιγμάς της Εθνικής μας ζωής, θα επικαλεσθώμεν την άμαχον βοήθειαν του Θεού ημών και της Υπερμάχου Στρατηγού, την οποίαν ύβρισεν ασεβέστατα, όταν επισήμως τιμώμεν τον εχθρόν Αυτής και του Υιού της; Επαινούμεν τον Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Θεόκλητον, αρνηθέντα την απόθεσιν του νεκρού, δια προσκύνησιν, εν τω μητροπολιτικώ ναώ, παρά τας πιέσεις των αρχόντων του κόσμου τούτου. Την πράξιν του αυτήν θεωρούμεν ως αυτόχρημα πατερικής πνοής και ηρωϊσμού και συγχαίρομεν αυτόν και τω ευχόμεθα πολλά και ειρηνικά τα έτη του.                                                                                                                      
Η μεταχείρισις αυτή του σκήνους του ανθρώπου εκείνου, ίσως να ενεπνεύσθη υπό Θεού, δια να εύρη κάποιο έλεος εκεί, και, το όπερ δεν ηδυνήθη, κατά την επιθανάτιον αγωνίαν του, νερό!...  

Δεν υπάρχουν σχόλια: