O Συναξαριστής της ημέρας.

Τετάρτη, 11 Ιουνίου 2014

Βαρθολομαίου και Βαρνάβα των αποστόλων, Μνήμη του οσίου Βαρνάβα του εν Βάση της Κύπρου.

Τὸ ὄνομα ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ σημαίνει «υἱὸς τοῦ Θολομαίου». Οἱ πληροφορίες γιὰ τὸν Ἀπόστολο Βαρθολομαῖο στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση εἶναι ἐλάχιστες. Τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται μόνον στὴν ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐταύτισε μὲ τὸν Ναθαναήλ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἀναφέρεται πάντοτε μὲ αὐτὸ τοῦ Φιλίππου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας. Προφανῶς τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος χαρακτηρίζει τὸ πατρώνυμο τοῦ Ναθαναήλ. Οἱ λόγοι τῆς ταυτίσεως αὐτῆς εἶναι: α) ὅτι στοὺς καταλόγους τῶν Μαθητῶν στὰ Συνοπτικὰ Εὐαγγέλια καὶ στὶς Πράξεις ὀνομάζεται μόνο ὡς Βαρθολομαῖος, ἐνῶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον μόνο ὡς Ναθαναήλ. β) Ὅτι στοὺς καταλόγους αὐτοὺς συγκαταριθμεῖται μόνο μὲ τὸν Φίλιππο καὶ αὐτὸ εἶναι σὐμφωνο πρὸς τὴν πληροφορία τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ὁ Φίλιππος προσκαλεῖ τὸ Ναθαναήλ, γιὰ νὰ δεῖ τὸν Μεσσία Ἰησοῦ. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ὑπεστήριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐπέλεξε τὸν Ναθαναὴλ ὡς μαθητή Του, διότι ἐγνώριζε τὸ Νόμο, ἐνῶ οἱ Μαθητὲς ὅλοι ἦσαν ἀγράμματοι, ἀλλὰ στὸν Ἰωάννη ὁ Ναθαναὴλ ἐμφανίζεται ὡς Μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, δοθέντος τοῦ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι εἶχαν συνήθως δύο ὀνόματα, προετίμησε, φαίνεται, τὸ ὄνομα Ναθαναὴλ ὡς ἐκφραστικώτερο (σημαίνει ὁ Θεὸς δίδει) ἀντὶ τοῦ πατρωνυμικοῦ ὀνόματος Βαρθολομαῖος.

Ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος ἀναφέρει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Βαρθολομαῖος ἐκήρυξε στὴν Ἰνδία, ὅπου ἐθανατώθηκε στὴν πόλη Οὐρβανούπολη. Κάποιες ἄλλες μαρτυρίες ἀναφέρουν πὼς ἐκήρυξε στὴν Εὐδαίμονα Ἀραβία, τὴν Καραμανία καὶ τὴν Αἰθιοπία. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, στὰ τέλη τῆς ζωῆς του εὑρέθηκε νὰ κηρύττει στὴ Μεγάλη Ἀρμενία, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἐθανατώθηκε μὲ σταυρικὸ θάνατο, μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ διαταγὴ τοῦ βασιλέως Ἀστυάγη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Βαρθολομαίου ἐκλείσθηκε σὲ λίθινη σαρκοφάγο, ἐρρίφθη στὴ θάλασσα καὶ ἐκβράσθηκε στὶς νήσους Λιπάρες.
Τὸ ὄνομα ΒΑΡΝΑΒΑΣ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κυριαρχοῦν στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ὄνομά του ἦταν Ἰωσὴφ ἢ Ἰωσῆς, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι τὸν μετονόμασαν Βαρνάβα, ποὺ σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Ἦταν Ἰουδαῖος Λευΐτης, Κύπριος στὸ γένος, καὶ ἐζοῦσε στὴν Παλαιστίνη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὴν πρώτη πληροφορία γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα στὴν πρώτη Ἐκκλησία τὴν εὑρίσκουμε στὶς Πράξεις δ’, 36 – 37· «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ἀπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκεν πρὸς τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν ταυτότητα τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὴν πώληση ἑνὸς κτήματός του καὶ τὴν προσφορὰ τῶν χρημάτων στὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, στὴν ὁποία ἀνῆκε.
Μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἐρμηνείας τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ἔχουν ἀσχοληθεῖ τόσο οἱ ἀρχαῖοι ὅσο καὶ οἱ νεώτεροι ἑρμηνευτές. Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν τῶν ἐρευνητῶν εἶναι εὔλογο, γιατὶ τὸ νέο αὐτὸ ὄνομα, σύμφωνα μὲ τὶς Πράξεις, ἔχει μεγάλη ἱστορικὴ καὶ θεολογικὴ σημασία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», ὡς «υἱὸς παρακλήσεως» ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἑρμηνεύει θεολογικὰ τὴν περίπτωση· «Καὶ δοκεῖ μοι ἀπὸ τῆς ἀρετῆς εἰληφέναι τὸ ὄνομα, ὡς πρὸς τοῦτο ἱκανὸς ὢν καὶ ἐπιτήδειος». Ὁ Klostermannπροσπαθεῖ νὰ παραγάγει τὸ ὄνομα Βαρνάβας ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβαά, ποὺ σημαίνει «υἱὸς ἀλήθειας». Ὁ H. H. Wendt εἰσηγεῖται τὴν προέλευση τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τὸ Βὰρ – Νεβουὰ, ποὺ σημαίνει «υἱὸς προφητείας». Ὁ A. Loisy ἀμφισβητεῖ τὴν ἐτυμολογικὴ ἐξήγηση τοῦWendt γιατὶ δὲν ἀποδίδει, ὅπως ἰσχυρίζεται, τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως». Σύμφωνα μὲ τὸν E. Preuchen, στὴν Παλμύρα εὑρέθηκε μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἔγραφε «Bar Nebo», δηλαδὴ «υἱὸς τοῦ Nebo». Αὐτὸ τὸ θρησκειολογικὸ ὑπόβαθρο τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα ὐποστήριξε καὶ ὁ A.G. Deissmann. Ὁ R.P.C. Hanson στὸ συνοπτικὸ άλλᾶ ἐνδιαφέρον Ὑπόμνημά του στὶς Πράξεις ὐποστηρίζει ὅτι τὸ ὄνομα Βαρνάβας δὲν σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως», ἀλλὰ «υἱὸς τοῦ Nebo» ἢ «υἱὸς τοῦ προφήτου» καὶ ὅτι εἶναι ἀπίθανο ἕνας, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ἀραμαϊκά, νὰ ἔκανε αὐτὸ τὸ λάθος. Πιστεύει ἀκόμη ὁ Hanson ὅτι τὸ «υἱὸς παρακλήσεως» ἦταν γραμμένο στὴν πηγὴ τῶν Πράξεων ιγ’, 1, δηλαδὴ στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων τῶν Προφητῶν, ἀπέναντι ὅμως ἀπὸ τὸ Menaen (Menahem), ποὺ σημαίνει πράγματι «υἱὸς παρακλήσεως» ἢ «ὁ παρηγορῶν». Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐνόμισε ὅτι ἀναφερόταν στὸν Βαρνάβα καὶ τὸ μετέφερε κατὰ τὴ σύνταξη στὸ Πράξεις δ’, 36.
Ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι ὁ ἱερὸς συγγραφέας δὲν μετέφρασε κατὰ λέξη τὸ ὄνομα «Βαρνάβας», τὸ ὁποῖο εἶναι ἀραμαϊκὸ καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη Βὰρ (=υἱὸς) καὶ τὴ ρίζα Νεβουὰ ἀπὸ τὴν ὁποία παράγεται καὶ ἡ λέξη Νεβὶ (=προφήτης), ἀλλὰ ἀπέδωσε τὴ θεολογικὴ καὶ ἱστορικὴ σημασία.
Πιθανὸν ἡ ἑρμηνεία τοῦ ὀνόματος «Βαρνάβας», μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», τὸ ὁποῖο εἶναι ἕνας σημιτισμός, νὰ καταχωρήθηκε στὸ κείμενο ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως. Πάντως, ἐκφράζει κάποιον, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ καὶ αὐτὸς εἶναι συνήθως προφήτης. Ὁ προφήτης ἔχει τὸ χάρισμα νᾶ διδάσκει καὶ νὰ προτρέπει πρὸς οἰκοδομή, ὀπότε ὀρθὰ ἀποδόθηκε ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς στὸν Βαρνάβα. Πρόκειται γιὰ μιὰ μαρτυρία τῶν Πράξεων, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἰδιαίτερη διάκριση τὴν ὁποία εἶχε ὁ «Κύπριος λευΐτης» στὴν πρώτη ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα καὶ ἐπισημαίνει τὴ συμβολή του στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπὸ ἱστορικῆς πλευρᾶς, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ίδιαίτερα στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Βαρνάβας ἦταν πράγματι ἕνας Προφήτης, ὁ ὁποῖος «παρεκάλει» τοὺς νεοφώτιστους πιστοὺς στὴν Ἀντιόχεια καὶ τοὺς προέτρεπε «τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ».
Οἱ Πράξεις δ’, 36 – 37, ἀποδίδουν καὶ τὴν κοινωνικὴ πλευρὰ τοῦ ἔργου τοῦ Βαρνάβα. Ἡ προσφορὰ τῶν χρημάτων ἀπὸ τὴν πώληση τοῦ κτήματός του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν τῆς Χριστιανικῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων, καθὼς καὶ ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία της, ἦταν ἀληθινὰ πράξη παρακλήσεως. Ἑπομένως, ὀρθὰ καὶ εὔστοχα ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἀπέδωσε τὸν ὀνομασία «Βαρνάβας» μὲ τὸ «υἱὸς παρακλήσεως», γιατὶ πραγματικὰ ἐκφράζει τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ προσώπου ποὺ φέρει τὸ ὄνομα καὶ τονίζει τὸ γεγονὸς τῆς εἰσόδου του στὸ λειτούργημα τοῦ προφήτου καὶ διδασκάλου.
Ἀσφαλῶς, τὸ φαινόμενο τῆς χρησιμοποιήσεως ἑνὸς νέου ὀνόματος, τοῦ ὁποίου ἡ ἑρμηνεία ἐκφράζει τὴν προσωπικότητα ἢ κάποια χαρακτηριστικὰ αὐτοῦ ποὺ τὸ φέρει, παρουσιάζεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στὴν περίπτωσή μας ὅμως εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ νέα ἐπωνυμία «Βαρνάβας» ἀντικατέστησε πλήρως τὸ ἀρχικὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου «Ἰωσὴφ» ἢ «Ἰωσῇ», τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιήθηκε μόνο μία φορὰ στὶς Πράξεις. Τὸ νέο ὄνομα, τὸ ὁποῖο καθιέρωσαν οἱ Ἀπόστολοι χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ ἀπὸ τὸν Παῦλο στὶς ἐπιστολές του.
Πότε ἀκριβῶς ἔγινε Χριστιανὸς ὁ Βαρνάβας, δὲν μᾶς πληροφοροῦν οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὸ θὰ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ θὰ γνωρίζαμε ἀπὸ πότε ὑπῆρχε συμμετοχὴ τοῦ κυπριακοῦ στοιχείου στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας διασώζει διάφορες ἀπόψεις γιὰ τὸ θέμα τοῦ χρόνου τῆς μεταστροφῆς τοῦ Βαρνάβα στὸν Χριστό· α) Ὁ συγγραφέας τῶν Ψευδοκλημεντίων ἀναφέρει ὅτι ὁ Βαρνάβας μεταστράφηκε πολὺ ἐνωρὶς καὶ ἦταν μεταξὺ τῶν πρώτων ποὺ ἀκολούθησαν τὸν Χριστό. Ὁ Κύπριος μοναχὸς Ἀλέξανδρος στὸ Ἐγκώμιό του γιὰ τὸν Βαρνάβα, τοποθετεῖ τὴν μεταστροφὴ τοῦ ἀποστόλου μετὰ τὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ στὴν προβατικὴ κολυμβήθρα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. β) Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως καὶ ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν πληροφορία τοῦ Ἐγκωμίου, ὁ «πρῶτος καὶ ἔξαρχος καὶ κορυφαῖος».
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε καὶ τὸ γεγονὸς τῆς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε στὴ χειρόγραφη παράδοση μεταξὺ τῶν ὀνομάτων τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρνάβα καὶ τοῦ Ἰωσὴφ – Βαρσαββᾶ. Τὸ πρόβλημα αὐτὸς εἶναι γνωστὸ καὶ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος ἔκανε σαφὴ ἀντιδιαστολὴ τῶν δύο διαφορετικῶν προσώπων. Ὁ Βαρνάβας ἀναγνωρίζεται μεταξὺ τῶν παλαιῶν Μαθητῶν. Μάλιστα, ἦταν τόσο μεγάλη ἡ διάκρισή του, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μποροῦσε νὰ ἦταν ὐποψήφιος μεταξὺ τῶν δύο, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὸν Ἰούδα καὶ θὰ συμπλήρωνε τὸν κύκλο τῶν Δώδεκα. Ἑπομένως, ὁ Βαρνάβας πιθανὸν ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν, γι’ αὐτὸ ἦταν ἐνεργὸ μέλος τῆς πρώτης Χριστιανικῆς κοινότητος, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ λειτουργεῖ συστηματικὰ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀκόμη καὶ ὁ τίτλος «υἱὸς παρακλήσεως», ὁ ὁποῖος δείχνει τὴν χαρισματικὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «Παρακλήτου», ὑπονοεῖ τὴ συμμετοχὴ τοῦ Βαρνάβα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς στὸν κύκλο τῶν ἑκατὸν εἴκοσι Μαθητῶν κατὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀξίζει νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶναι ἡ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ ἔχουμε στὶς Πράξεις τὴ χρήση τοῦ ὅρου «Παράκλητο υἱὸς παρακλήσεως».
Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες τῶν Πράξεων, γιὰ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα, μέχρι νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ Παῦλος καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς στὰ ἔθνη, θὰ εἶναι ἐξέχουσα μορφὴ στὸν ἑλληνικὸ χριστιανικὸ κύκλο τῶν μαθητῶν καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξέχουσες μορφὲς γενικὰ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κοινῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ Βαρνάβας διατηρεῖ τὸ κύρος καὶ τὴν αἴγλη του, ὄπως μαρτυροῦν τὰ παρακάτω γεγονότα: 1) Ἡ μεσολάβηση τοῦ Βαρνάβα, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ὁ πρώην διώκτης τοῦ Χριστιανισμοῦ Παῦλος στοὺς Ἀποστόλους. Ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, συνέβαλε σημαντικὰ στὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας. Ἐπικυρώθηκε ἡ μεταστροφὴ καὶ ἀναγνώριση τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καὶ ἐξασφαλίσθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 2) Ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματος τοῦ Βαρνάβα καὶ κατόπιν τοῦ Παύλου τονίζει τὴ διάκριση τοῦ Βαρνάβα καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς του ἀπὸ τὴν πρώτη Χριστιανικὴ κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε νὰ ἐπιδείξει ἀκόμη ἀνάλογο ἔργο. 3) Ἡ ἐντύπωση ποὺ προκλήθηκε στοὺς κατοίκους τῶν λύστρων ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση τῶν δύο ἱεραποστόλων στὸν τόπο τους εἶναι χαρακτηριστική:«ἐκάλουν τε τὸν Βαρνάβαν Δία, τὸ δὲ Παῦλον Ἑρμῆν», ἀκόμη καὶ ἐκεῖ ποὺ ὁ Παῦλος ἦταν «ἡγούμενος τοῦ λόγου», γιατὶ σύμφωνα μὲ τὴν εὔστοχη παρατήρηση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, «καὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀξιοπρεπὴς ὁ Βαρνάβας». Ἐπισφράγισμα τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ Βαρνάβα ἀπὸ τὴν Πρώτη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἡ πρόταξη τοῦ ὀνόματός του ὡς ἀπεσταλμένου τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου πρὸς τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανοὺς στὴν Ἀντιόχεια· «Ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὀμοθυμαδὸν ἐκλεξαμένοις ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ ἀνθρώποις παραδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου ἀποτελεῖ ἀναγνώριση τοῦ κοινοῦ ἱεραποστολικοῦ ἔργου τῶν Βαρνάβα καὶ Παύλου πρὸς τὰ ἔθνη. 4) Ἀκόμη καὶ ἡ συνέχιση τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεως τοῦ Βαρνάβα παράλληλα καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Παῦλο, μετὰ τὸ γνωστὸ«παροξυσμὸ» καὶ χωρισμό τους, λόγῳ τοῦ Μάρκου, δείχνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἀκόλουθος, ἀλλ’ ἐφάμιλλος τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Βαρνάβας ἦταν ἕνας ἁπλὸς βοηθὸς καὶ συνεργάτης τοῦ Παύλου, δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν εἰκόνα τῶν γεγονότων ποὺ μαρτυροῦν οἱ Πράξεις.
Ὡς «λευΐτης», ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀνῆκε φυσικὰ στὸ ἰουδαϊκὸ ἱερατεῖο. Σύμφωνα μὲ τὴν πληροφορία τῶν Ἀριθμῶν 18,6, οἱ Λευΐτες ἦταν βοηθοὶ τῶν ἱερέων, ἂν καὶ τὸ Δευτερονόμιο 17,9. 18 18,1.21. 24,8. 27,9 ταυτίζει τοὺς ἱερεῖς μὲ τοὺς λευΐτες.
Πῶς βρέθηκε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας στὴν Κύπρο, οἱ Πράξεις καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν μᾶς δίδουν καμία ἀπάντηση, καὶ μόνο ὐποθέσεις μποροῦν νὰ διατυπωθοῦν γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ὡς γνωστό, οἱ Ἰουδαῖοι μετανάστευαν γιὰ λόγους ἐμπορικοὺς καὶ οἰκονομικούς, ἀλλὰ καὶ ὅταν ὑπῆρχαν στὴν πατρίδα του πολεμικὲς συγκρούσεις. Βέβαια, ἡ Κύπρος πάντοτε ἐκινοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸ κέρδος. Γι’ αὐτό, ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς Ἰουδαίων μεταφέρθηκε στὴν Κύπρο καὶ τὴν Αἴγυπτο ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο Α’, τὸ 320 π.Χ. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ μιὰ πληροφορία τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου, ἦταν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς· «οὐκ ἦν ἀλλότριος τοῦ Ἰσραήλ». Οἱ πρόγονοί του, οἱ ὁποῖοι ἦταν Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, μετανάστευσαν στὴν Κύπρο λόγῳ τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Ἐπιφανοῦς (168 π.Χ.).
Ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Βαρνάβας ξεκινᾶ τὸ ἱεραποστολικό του ταξίδι μὲ τὸν Παῦλο ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένοι πολυάριθμοι Ἰουδαῖοι, ὑποθέτουμε ὅτι ἴσως αὐτὴ ἦταν ἡ πόλη στὴν ὁποία ἐγεννήθηκε ὁ Ἀπόστολος. Ἡ ἀρχαία παράδοση εἶναι σχεδὸν ὁμόφωνη ὅτι ἡ Σαλαμίνα εἶναι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ Βαρνάβα καὶ τὸ μέρος ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος του.
Ἂν καὶ δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν παιδικὴ ἡλικία τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὸ Ἐγκώμιο ὁμιλεῖ γιὰ σπουδές του στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἐφοίτησε κοντὰ στὸν Γαμαλιὴλ καὶ εἶχε συμφοιτητὴ τὸν Παῦλο. Παρὰ τὶς ἐπιφυλάξεις μας γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς παραδόσεως, αὐτὴ ἡ πρώιμη γνωριμία βοηθᾶ στὴν ἐξήγηση τῆς μετέπειτα στενῆς συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν. Πάντως, ἡ κυπριακὴ καταγωγὴ τοῦ Βαρνάβα καὶ ἡ ἀνατροφή του σὲ μιὰ ἑλληνικὴ περιοχὴ μὲ ἔντονη τὴν ἐπίδραση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι προϋποθέσεις γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἔργου του καὶ ἰδιαίτερα τοῦ φιλελεύθερου πνεύματος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντίκρισε τὴ Χριστιανικὴ πίστη. Τὸ πολιτιστικὸ καὶ πνευματικὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο μεγάλωσε ὁ Βαρνάβας, τὸν ἐμπόδισε τελικὰ νὰ ἐγκλωβιστεῖ στὶς στενὲς ἰουδαϊκὲς ἀντιλήψεις τῶν ὁμοεθνῶν του τῆς Παλαιστίνης.
Πάντως ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἀναδείχθηκε μεγάλη μορφὴ στὸν ἀρχέγονο Χριστιανισμὸ καὶ εἶχε τὴ μεγαλύτερη διάκριση καὶ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σχέση του μὲ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων ἦταν πολὺ στενές. Ἡ ὑπευθυνότητα, ἡ ὁποία διέκρινε τὸν Ἀπόστολο, ἐφάνηκε ἀπὸ τὴν εὔστοχη παρέμβασή του νὰ παρουσιάσει τὸν Παῦλο πρὸς τοὺς Ἀποστόλους. Αὐτὴ ἡ ἐνέργειά του ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις καὶ τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἀργότερα θὰ ἐξελιχθοῦν οἱ σχέσεις καὶ ἡ δράση τῶν δύο μεγάλων ἱεραποστόλων τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας. Οἱ προοπτικὲς τῆς μετέπειτα συνεργασίας τῶν δύο ἀνδρῶν προδιαγράφονται μὲ τὴ σημαντικὴ χειρονομία τοῦ Βαρνάβα. Ἡ βαρύτητα τῆς γνώμης, ἡ ἐγγύηση καὶ ὑπευθυνότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Βαρνάβα ἄνοιξαν τὸ δρόμο, γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸ προσκήνιο τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας ὁ νέος ἀνατέλλων Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἔργο καὶ τὴ δράση του ἔδωσε οἰκουμενικὲς διαστάσεις στὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ὁ πρώην διώκτης τῆς Ἐκκλησίας κάτω ἀπὸ τὴν προστατευτική, μεσολαβητικὴ καὶ δυναμικὴ παρουσία τοῦ Βαρνάβα, κατὰ τὸν συγγραφέα τῶν Πράξεων, κάνει τὴν πρώτη ἐμφάνισή του στὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ τὴ μεταστροφή του.
Ὁ Κύπριος Βαρνάβας μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἑδραίωσε ἀκόμη περισσότερο τὴν εὔνοια καὶ τὴ συμπάθεια τῶν Ἀποστόλων.
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ Παύλου στὴν Ταρσὸ καὶ ἡ δράση τῶν δύο στὴν Ἀντιόχεια «ἐνιαυτὸν ὅλον», ἐγκαινίασε μία συστηματικὴ πιὰ ἱεραποστολικὴ δράση στὰ ἔθνη. Ὁ Βαρνάβας, σύμφωνα μὲ τὸ συγγραφέα τῶν Πράξεων, μεταφέρει τὸ κέντρο δράσεώς του ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ποὺ ἦταν μέχρι τώρα, στὴν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία γίνεται τὸ κέντρο καὶ ἡ μητέρα τῶν ἐξ ἐθνῶν Χριστιανῶν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν καθοριστικὸ γιὰ τὴ συνέχιση τῆς δραστηριότητός του. Ὁ συμπαθὴς στοὺς Ἀποστόλους «υἱὸς παρακλήσεως», «σύνδεσμός τους μὲ τοὺς λοιποὺς Μαθητὲς καὶ μάλιστα μὲ τὸν Παῦλο,  ὁ ἀσφαλὴς ἐκφραστὴς τοῦ γνήσιου πνεύματος τῆς Πρώτης Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἱεραπόστολος, ὁ ὁποῖος θὰ τάξει τὸν ἑαυτό του στὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἔθνη.
Κατὰ μία παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Ἀλεξάνδρεια, κατ’ ἄλλη στὴ Ρώμη, κατ’ ἄλλη δὲ καὶ στὰ Μεδιόλανα τῆς Βορείου Ἰταλίας, ὥστε νὰ θεωρεῖται καὶ ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας.
Τὶς τελευταῖες ἡμέρες του, φαίνεται ὅτι διῆλθε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας, στὴν Σαλαμίνα τῆς Κύπρου, ὅπου συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Αὐτοὶ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν ἔδεσαν στὸν τράχηλο μὲ σχοινὶ καὶ τὸν ἐφόνευσαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Ἔτσι, ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ὁ «υἱὸς τῆς παρακλήσεως», πιθανώτατα μεταξὺ τῶν ἐτῶν 57 – 60 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔρριξαν στὴ φωτιά. Τοῦτο, ἀφοῦ, μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀπανθρακώθηκε, παρέλαβε ὁ Μάρκος καὶ κάποιοι ἄλλοι εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ, τὸ ἐνταφίασαν σὲ σπήλαιο μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ τιμή.
Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ζήνωνος, περὶ τὸ 485 μ.Χ., τὸ τίμιο λείψανο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὸν ἄγνωστο τόπο τῆς ταφῆς του, ἕνεκα σφοδροῦ διωγμοῦ, ἐθαυματουργοῦσε συνεχῶς, εὑρέθηκε μὲ ὑπόδειξη θαυμαστὴ στὴν Κύπρο κάτω ἀπὸ δένδρο μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο, ποὺ ἦταν σφραγισμένο μὲ πέτρες. Τὸ ἱερὸ σκήνωμα,«πνέον εὐωδίαν χάριτος πνευματικῆς», εἶχε ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ μετ’ αὐτοῦ συνενταφιασθὲν Εὐαγγέλιον τοῦ Ματθαίου, ἰδιόγραφο τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔπαψε πλέον νὰ τελεῖ ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ κατέστη αὐτοκέφαλος, ἀφοῦ τῆς παραχωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ζήνωνα καὶ Ἰουστινιανὸ ἰδιαίτερα προνόμια. Τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου, μετὰ κάποιες μετακινήσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐπίσης ὁμιλεῖ η παράδοση, κατέληξαν καὶ πάλι στὴν Κύπρο, ὅπου σήμερα εὑρίσκονται ἀποθησαυρισμένα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: