Τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ : Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΝΝΑΔΙΟ ΣΧΟΛΑΡΙΟ

Ἡ δράση τοῦ Σχολαρίου 
πρίν καί κατά τήν ἅλωση. Πολύτιμες πληροφορίες

Ἄς δοῦμε ὅμως τώρα σύντομα πώς παρουσιάζει ὁ Γεννάδιος τά τῆς δράσεώς του τήν περίοδο τῆς ἁλώσεως. Σημειώνουμε ὅτι ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο Μάρκο Εὐγενικό, πού ἄντεξε στούς ἐξευτελισμούς καί στίς πιέσεις καί δέν ὑπέγραψε τόν ἑνωτικό ὅρο, τρία ἀκόμη πρόσωπα ἔφυγαν κρυφά λίγο πρίν ἀπό τήν ὑπογραφή γιά νά μή δεχθοῦν πιέσεις ὁ ἀδελφός τοῦ αὐτοκράτορος δεσπότης Δημήτριος Παλαιολόγος, ὁ γνωστός φιλόσοφος τοῦ Μυστρᾶ Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός καί ὁ Γεννάδιος Σχολάριος. Θά περίμενε κανείς ὅτι μετά τήν ἐπιστροφή τῆς ἀντιπροσωπείας στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Γεννάδιος θά ἔπιπτε στή δυσμένεια τοῦ βασιλέως καί θά ἔχανε τά ὑψηλά διοικητικά ἀξιώματα πού κατεῖχε, ὡς καθολικός σεκρετάριος τοῦ βασι­λέως, γενικός γραμματεύς δηλαδή τῶν ἀνακτορικῶν ὑπηρεσιῶν, καί καθολικός κριτής τῶν Ρωμαίων, γενικός δικαστής, δηλαδή, κάτι σάν πρόεδρος τοῦ ἀρείου Πάγου ἤ τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας. Συνέβη ὅμως τό ἀντίθετο ἐκράτησε ἀκόμη καί τήν θέση του ὡς ἐπισήμου ὁμιλητοῦ κάθε Παρασκευή σέ αἴθουσα τῶν ἀνακτόρων, ἐπί θεολογικῶν καί ἠθικῶν θεμάτων, μέ τήν παρουσία τοῦ βασιλέως καί τῆς συγκλήτου.

Ἡ εὐμενής αὐτή στάση τοῦ βασιλέως καί ἡ διατήρηση τοῦ Γενναδίου στίς ὑψηλές του θέσεις, ἀκόμη καί ὅταν μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ (1444) ἀνέλαβε ἐπισήμως ὡς διάδοχός του τόν ἀγώνα γιά τήν μή ἐφαρμογή τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου καί τήν ἀποτροπή τῆς ἑνώσεως, δείχνει ὅτι ὁ βασιλεύς ἐσωτερικῶς οὐδέποτε δέχθηκε τά ὅσα ταπεινωτικά ἔγιναν στήν Φλωρεντία, ἁπλῶς ὡς ὑπεύθυνος πολιτικά γιά τήν τύχη τοῦ ἀπειλουμένου ἀπό τούς Τούρκους ἔθνους βρέθηκε στριμωγμένος καί σέ ἀδιέξοδο. Ἡ ἐσωτερική του αὐτή ἀντίδραση ἐνισχύθηκε μετά τήν διαπίστωση τῆς γενικῆς κατακραυγῆς ἐναντίον τῆς ἑνώσεως, ὅταν ἐπέστρεψαν στήν Κωνσταντι­νούπολη.
Προκύπτει μάλιστα ἀπό τίς πηγές, ἀκόμη καί ἀπό τά λατινίζοντα «Πρακτικά» τῆς συνόδου, ὅτι μπροστά στίς ὁλοένα αὐξανόμενες ἀπαιτήσεις τῶν Λατίνων ὁ βασιλεύς ἦταν ἀνυποχώρητος καί εἶχε ἀποφασίσει νά ἀναχωρήσει διασώζοντας τήν ὑπερηφάνεια τῆς αὐτοκρατορίας, ἀντί νά ὑποταγεῖ δουλικά στόν πάπα. Γιά κάποια ἀπό τίς πολλές περιπτώσεις διαπραγματεύσεων καί ἀδιεξόδων γράφουν τά «Πρακτι­κά»: «ἀπεκρίθη ὁ βασιλεύς. ἡμεῖς ἄλλο οὐδέν γράφομεν οὐδέ λέγομεν, εἰ μή ὅτι, ἐάν δέχησθε ὅσον ἐδώκαμεν, ἑνωθησόμεθα. εἰ δέ μή, ἀπελευσόμεθα»(13). Καί ὅταν ὁ πάπας τόν ἐπίεζε νά ἐκβιάσει, νά ὑποχρεώσει τούς συνοδικούς νά ὑπογράψουν, ὁ βασιλεύς ἔδωσε τήν ἑξῆς ἐνδιαφέρουσα ἀπάντηση, πού δείχνει καί τήν διαφορά τοῦ ἀπολυταρχικοῦ παπικοῦ πρωτείου ἀπέναντι στήν συνοδική ἐλευθερία τῶν Ὀρθοδό­ξων: «Ἐγώ γάρ οὐκ εἰμί αὐθέντης τῆς συνόδου, ἀλλ' οὐδέ τυραννικῶς βούλομαι ποιῆσαι τήν σύνοδόν μου εἰπεῖν τι. Λοιπόν οὐ δύναμαι βοηθήσαι εἰς τά ρήματα, ἄ ὥρισεν ἡ ἁγιότης σου(14). Ὅ,τι ὅμως δέν ἔκανε ὁ αὐτοκράτωρ, τό ἔκαναν οἱ περί τόν λατινίσαντα Βησσαρίωνα ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐξεβίασαν τόν αὐτοκράτορα λέγοντας ὅτι θά διασπάσουν τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, θά προκαλέσουν σχίσμα καί θά ἑνωθοῦν μέ τόν πάπα: «Ἐάν ἡ βασιλεία σου οὐ θέλει ἑνωθῆναι, ἡμεῖς ἑνούμεθα. ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς, ἐδειλίασε τήν στάσιν ἡμῶν καί δή ἤρξατο τήν ὁρμήν τῆς ἑνώσεως καί ὥρισε εἰς τήν αὔριον συναχθῆναι»(15).
Ὅταν ἀπέθανεν ὁ βασιλεύς Ἰωάννης Η’ (1448) καί ἀνέλαβεν ὁ ἀδελφός του, ὁ τελευταῖος αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ὁ ἥρωας τῆς ἁλώσεως, ὁ Γεννάδιος διετήρησε ἐπί ἕνα περίπου ἔτος τίς θέσεις του καί συνεργαζόταν ἁρμονικά μέ τόν νέο αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος συνέχιζε τήν τακτική τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωάννου στό Ἐκκλησιαστικό πρόβλημα, τήν μή ἐφαρμογή δηλαδή τῆς ἑνώσεως. Αὐτήν ὅμως τήν περίοδο καί συγκεκριμένα τό 1450, ἱκανοποιώντας νεανική του ἐπιθυμία ὁ Γεννάδιος, ἀποφασίζει νά ἐγκαταλείψει τά κοσμικά ἀξιώματα σέ ἡλικία πενῆντα ἐτῶν, θέλοντας εἰλικρινά νά ἡσυχάσει καί νά ἐπιδοθεῖ στήν πνευματική ἄσκηση καί τελείωση. Προσέρχεται στόν μοναχισμό σέ περίοδο γενικῆς εὔνοιας καί ἀποδοχῆς, πλήν τῶν λατινοφρόνων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως γράφει, μέμφονται τήν καλή μας παρρησία, οὐσιαστικῶς ὅμως μέμφονται τούς προγόνους μας, ὅτι ἐπί τόσα χρόνια ἐκεῖνοι ἔκαναν λάθος, ἐνῶ τώρα αὐτοί εἶναι ἀνώτεροι ἀπό ἐκείνους: «Ὁ βασιλεύς εὐμενής ἡμῖν. ἡ σύγκλητος εὔνους. ἡ πόλις ἡμῖν ἐάλωκεν ἅπασα, πλήν τῶν μεμφομένων τήν καλήν ἡμῶν παρρησίαν, μάλλον δέ τούς προγόνους αἰτιωμένων, ὅτι τοσούτοις ἔτεσιν ἐλήρον τε καί ἡμάρτανον, ὡς αὐτοί ἀμείνους ὄντες ἐκείνων»(16).
Δυστυχῶς μετά τήν παραίτηση τοῦ Γεναδίου ἀπό τήν αὐλή καί τήν ἐγκαταβίωσή του σέ μοναστήρι, ὁ νέος αὐτοκράτωρ ἐν ὄψει καί τοῦ διαρκῶς ἐγγίζοντος τήν βασιλεύουσα κινδύνου ἄλλαξε τακτική στό Ἐκκλησιαστικοπολιτικό πρόβλημα καί θέλησε νά προχωρήσει σέ νέες διαπραγματεύσεις μέ τόν πάπα, πιστεύοντας ὅτι ὁ πάπας θά δεχόταν νά ἐπανεξετάσουν τά συμφωνηθέντα στή Φλωρεντία μέ σύνοδο πού θά γινόταν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ κυνική ἀπάντηση τοῦ πάπα ἦταν ὅτι πρέπει νά ἀναγνωρίσει ἄνευ ὅρων τίς ἀποφάσεις τῆς Φλωρεντίας, ἄν θέλει νά βοηθηθεῖ ἀπό τήν Δύση. Ἡ ἀπάντηση αὐτή, πού χαρακτηρίσθηκε προσφυῶς ἀπό τόν Σπ. Λάμπρο(17) ὡς «τελεσίγραφον τῆς Δύσεως πρός τό Βυζάντιον», προκλητικά ἑρμήνευε καί τήν δεινή θέση τῶν ἑλλήνων, λέγοντας ὅτι τούς τιμωρεῖ ὁ Θεός, γιατί ἐμμένουν στό σχίσμα καί δέν ἑνώνονται μέ τόν πάπα.
Ὁ μοναχός πλέον Γεννάδιος μπροστά στίς ἰταμές παπικές ἀπαιτήσεις, καί γιά νά προλάβει νέα Ἀποστασία στήν πίστη, ἀναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα. Ἀπευθύνεται μέ ἐπιστολές στόν βασιλέα, στόν μέγα δούκα Λουκᾶ Νοταρᾶ καί πρός τόν λαό, γιά νά του ἐξηγήσει ὅτι ἡ Πόλη μπορεῖ νά σωθεῖ, χωρίς τήν προδοσία τῆς πίστεως, ὁπότε θά πρόκειται γιά διπλή σωτηρία, ἀπό τούς Τούρκους καί ἀπό τούς Λατίνους. Ἀπαιτεῖται τόνωση τοῦ φρονήματος τοῦ λαοῦ καί ὄχι μοιρολατρική ἐγκαρτέρηση καί ἠττοπάθεια ἐάν χρειασθεῖ, πρέπει νά εἶναι ἕτοιμοι καί τήν ζωή τους ἀκόμη νά θυσιάσουν. Ὅσες φορές ἡ Πόλη ἐναπέθεται τίς ἐλπίδες στό Θεό καί ὄχι σέ δυσσεβεῖς συμμαχίες ἀνθρώπων ἐσώζετο. ὁ Θεός θά βοηθήσει, ἐάν καί οἱ πολίτες συνεργήσουν στήν ἄμυνα τῆς Πόλεως, ἄν προσφέρουν χρήματα, ἄν ἀδειάσουν τά βαλάντιά τους, ἄν προσφέρουν προσωπική ἐργασία στήν ἐνίσχυση τῶν τειχῶν. Προδότης δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἀποκρούει τήν ἀμφίβολη καί μέ ἐπαχθῆ ἀνταλλάγματα βοήθεια τῶν ξένων, ἀλλά αὐτός πού δέν πράττει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά σώσει τήν πατρίδα. Καθένα ἔθνος δέν θέλησε ποτέ νά προ­δώσει τήν θρησκεία του, γιά νά εὐημερεῖ. ἀντίθετα πολλά ἔθνη ἐγκατέλειψαν τίς παλαιές θρησκευτικές δοξασίες, μέσα σέ διωγμούς καί βασανιστήρια, γιά νά ἀσπασθοῦν τήν ἀληθινή θρησκεία. Ὄχι μόνον δέν ἀποθαρρύνει τόν λαό καί δέν συνιστᾶ μοιρολατρική ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου, ἀλλά γράφει πρός τόν Λουκᾶ Νοταρᾶ, ὅτι οἱ ἡγέτες πρέπει νά ξυπνήσουν τήν Πόλη πού φαίνεται ὅτι κοιμᾶται, ὅτι δέν καταλαβαίνει τόν κίνδυνο, τόν ὁποῖο μποροῦν νά ἀποφύγουν μέ θυσίες ὑλικές, ἀκόμη καί τῆς ζωῆς τους. οἱ περισσότεροι ὅμως νομίζουν ὅτι θά σωθοῦν χωρίς θυσίες, γιατί πιστεύουν στήν σκιά καί στό παραμύθι τῆς παπικῆς βοήθειας, ἀφοῦ προηγηθεῖ ἡ προδοσία τῆς πίστεως. Καί μόνον αὐτό τό χωρίο, ἀνάμεσα σέ πολλά ἄλλα, συντρίβει τά μυθεύματα περί μοιρολατρικῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ κινδύνου καί ἀποθαρρύνσεως τοῦ λαοῦ: «Ἐξυπνίσαι τήν πόλιν ἅπασαν δεινῶς ὑπνώτουσαν καί τό δεινόν ἐπιόν οὐκ αἰσθανομένην, οὐ τήν ἀπαλλαγήν καί σώμασι καί χρήμασι καί πάσι τρόποις ἐξωνησάμενοι ἄν, ὡς οἱ ἁπανταχοῦ σωφρονοῦντες, τοῖς μέν ἐντρυφώσιν ὡς ἀπόνως σφίσι σωθησομένοις, σκιαίς δέ τισι καί μύθοις ὑπερορίοις τήν σωτηρίαν πιστεύουσιν, ὡν τό μάλιστα προύργου ἡ μετά τήν προδοσίαν τῆς ἀληθείας ἐκ τῶν παπικῶν χρημάτων ἐλπίς ἐστιν»(18).
Οἱ προτροπές αὐτές τοῦ Σχολαρίου καί οἱ προτεινόμενες λύσεις, γιά τήν διάδοση τῶν ὁποίων ὁμιλοῦσε διαρκῶς ἀπό τό πρωί μέχρι τό μεσημέρι, εἶχαν μεγάλη ἀπήχηση στό λαό, στήν Ἐκκλησιαστική καί σέ μέρος τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας. Ὅλη ἡ Πόλη ἦταν ἕτοιμη νά ἀποθάνει, ἄν ἡ ἡγεσία στεκόταν στό ὕψος της καί κρατοῦσε ἑνωμένο τό λαό. Γιά τήν ἐπίδραση πάντως πού εἶχαν οἱ θέσεις τοῦ Σχολαρίου ἐπί τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας καί γιά νά φανεῖ ὁ πατριωτισμός τῆς μερίδος πού ἀκολουθοῦσε τόν Σχολάριο, ἀρκεῖ νά λεχθεῖ ὅτι ὁ στενότατα πρός αὐτόν συνδεόμενος καί κατά πάντα ὁμόφρων Λουκᾶς Νοταρᾶς διέθεσε τό σύνολο σχεδόν τῆς μεγάλης περιουσίας του γιά τήν ἄμυνα τῆς Πόλεως καί διακρίθηκε γιά τήν εὐψυχία καί γενναιότητά του κατά τίς τραγικές στιγμές τῆς ἁλώσεως. ἐσφάγη δέ ἀγρίως ἀπό τόν κατακτητή μαζί μέ τά παιδιά του, τήν ἑπομένη τῆς ἁλώσεως.
Ἄν ὅλοι οἱ πολιτικοί ἡγέτες, οἱ λόγιοι, οἱ πλούσιοι ἄρχοντες ἀνελάμβαναν τίς εὐθύνες τους, τίς τύχες τῆς πόλεως στά χέρια τους, καί δέν τήν ἐγκατέλειπαν ἀβοήθητη, φυγάδες οἱ περισσότεροι στίς αὐλές τῆς Δύσεως μέ τίς περιουσίες τους καί τίς ἀνέσεις τους, ἀπ' ὅπου δῆθεν φρόντιζαν νά στείλουν βοήθεια, ἡ Πόλη θά εἶχε σωθῆ. Αὐτοί εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τήν ἀποθάρρυνση τοῦ λαοῦ, καί ὄχι αὐτοί πού ἔμειναν κοντά στό λαό καί στήν Πόλη, ἀγωνίσθηκαν καί συμμερίσθηκαν ἡρωικά τίς τελευταῖες στιγμές της. Πῶς νά κρατήσει τό θάρρος του ὁ λαός καί νά πιστεύσει στήν σωτηρία τῆς Πόλεως, ὅταν ἔβλεπε τούς δυνατούς καί μορφωμένους νά φεύγουν στή Δύση καί στίς αὐλές τῶν Φράγκων ἡγεμόνων, ὅπως ὁ ἱστορικός Δούκας, πού ἀσκεῖ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦ τήν κακόβουλη κριτική του γιά τόν Γεννάδιο. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπισημαίνει ὁ ἴδιος ὁ Γεννάδιος γράφοντας πρός τόν Βησσαρίωνα, πού δικαιολογοῦσε τήν φυγή του στήν παπική αὐλή λέγοντας ὅτι φροντίζει νά συγκεντρώσει χρήματα γιά νά βοηθήσει τήν Πόλη. Τοῦ γράφει ὅτι ἡ προσωπική του παρουσία στήν Κωνσταντινούπολη θά ἦταν πολύ πιό χρήσιμη ἀπό τά χρήματα πού ὑποσχέθηκε νά στείλει ἀπό τήν Δύση. μέ τά προσόντα του καί τό κῦρος του θά καθοδηγοῦσε τόν λαό καί θά ἐπηρέαζε τούς ἄρχοντες. ἡ ἄξια ἡγετικῆς προσωπικότητας δέν ἰσοσταθμίζεται μέ χρήματα: «Ἀνδρός γάρ ἀρετήν οὐκ ἐστιν ὅσον τίς ἄν εὐ φρονῶν τιμήσαιτο χρήματος»(19). Εὐτυχῶς βρέθηκε ὁ Σχολάριος, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ θά μποροῦσε εὔκολα νά ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς ἀνέσεως ἐκλατινιζόμενος ἤ λατινίζων, προτίμησε νά ἐπωμισθεῖ τό βάρος τῆς συντη­ρήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μέσα σέ σκληρές καί ἀντίξοες συνθῆκες.
Δικαιολογημένα γι' αὐτό ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος κρίνει μέ αὐστηρότητα τούς φυγάδες λογίους, γιατί δέν μποροῦσε τό ἔθνος νά τούς ἀναπληρώσει εὔκολα. Ἐπαινετή εἶναι ἐπίσης καί ἡ εὐαισθησία τοῦ Τωμαδάκη, ὁ ὁποῖος μέ δύο δημόσιες διαλέξεις τάχθηκε ὑπέρ αὐτῶν πού παρέμειναν γιά νά συμπαρασταθοῦν τό ἔθνος, τῶν ἀληθῶν αὐτῶν μαρτύρων, μέ κορυφαῖο τόν Σχολάριο, ἐνῶ ὁ Τ. Γριτσόπουλος λέγει ὅτι μόνος σχεδόν ὁ Σχολάριος ἔφερε τό βάρος καί τήν εὐθύνη τῆς διατηρήσεως καί τονώσεως τῶν λειψάνων τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῶ οἱ περισσό­τεροι τῶν ἄλλων λογίων ἄφηναν στό σκότος καί στήν ἀμάθεια τήν πατρίδα τους καί πήγαιναν στήν Δύση, ὅπου κατά τό πλεῖστον ἐξελατινίζοντο(20).
Οἱ συμβουλές καί οἱ προτροπές τοῦ Γενναδίου γιά ἀφύπνιση τοῦ λαοῦ καί προσφορά τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῆς ζωῆς των, γιά τήν σωτηρία τῆς πατρίδος καί τήν ταυτόχρονη σωτηρία ἀπό τόν ἐκλατινισμό δυστυχῶς δέν εἰσακούσθηκαν. Μετά τήν ἄφιξη τοῦ παπικοῦ λεγάτου, τοῦ Ἀποστατήσαντος δηλαδή ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Ἰσιδώρου Ρωσίας καί τώρα καρδιναλίου, καί τίς μυστικές διαβουλεύσεις τῶν παρα­σκηνίων, ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ λατινόφρονες, ἄρχισε νά μεταβάλλεται ἡ κατά­σταση. Παρουσιάσθηκε στόν λαό, πού ζοῦσε μέσα στόν φόβο καί στήν ἀγωνία, ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιά τήν σωτηρία τῆς Πόλεως ἦταν ἡ βοήθεια ἐκ μέρους τοῦ πάπα, καί ὅτι τό θέμα τῆς πίστεως δέν θά συνεζητεῖτο τώρα ἀλλά ἀργότερα. Κατορθώθηκε ἔτσι ἡ ἀλλαγή τῶν φρονημάτων τοῦ λαοῦ πού τοῦ ἔστρεψαν ἐναντίο τοῦ Γενναδίου, μέχρι σημείου νά ἀπειλεῖται ἀκόμη καί ἡ ζωή του, γιατί ἀντιδροῦσε στήν σωτηρία τῆς Πόλεως. Διέκοψε γι' αὐτό τίς δημόσιες ἐμφανίσεις, ἀνήρτησε τήν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1452 στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του ἐλεγκτικό λίβελλο ἐν εἴδει διαμαρτυρίας καί ἀπολογίας καί στίς 27 Νοεμβρίου τό ἔστειλε σέ τριάντα ἀντίγραφα στά ἀνάκτορα, στήν ἀγορά καί στά μοναστήρια τῆς Πόλεως. Εἶναι φοβερό κείμενο Ὀρθοδόξου παρρησίας καί Ὁμολογίας, ἀντάξιο μεγάλων πατερικῶν μορφῶν, πού τό διέστρεψε ὁ λατινόφρων Δούκας γιά νά τόν διαβάλει. Προκύπτει ἀπό τό κείμενο ὅτι ὄχι μόνο δέν ἐπηρέαζε τόν λαό τούς τελευταίους μῆνες πρό τῆς ἁλώσεως, ἀλλά ἐκινδύνευε ὁ ἴδιος ἀπό τόν λαό.
Γράφει στό κείμενο: «ὡ πτωχοί πολίται, ὅλα ἐχάσατε καί νῦν παραιτεῖσθε καί τήν εὐσέβειαν; Αἰσχρῶς καί ἀσυνειδήτως, ἀντί τοῦ νά καταφύγητε εἰς τόν Θεόν ἐν τῆ περιστάσει, καθώς ὑμῖν ὁ Θεός δι' ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου Γενναδίου συνεβού­λευσεν, χωρίζεσθε τοῦ Θεοῦ; Ἐγώ ἀθῶος. ἔχω τόν Θεόν μάρτυρα καί τούς ἁγίους, καί ὑμᾶς πάντας, ὅτι οὐδέ τίποτε ἡμέλησα. Καί νῦν μαρτύρομαι τόν Θεόν, κακήν ἕνωσιν ποιεῖτε. ἀπολλύσθε. Βλασφημεῖτε κατ' ἐμοῦ καί ἀπειλεῖτε; ἀλλά κἄν φονεύσητέ με, ὡς ἀπειλεῖτε, ἐγώ καί εἰς θάνατον ἕτοιμος. Τί μοι ὄφελος τοῦ ζῆν, ἵνα ἴδω τήν καθ' ὑμῶν ἐγκατάλειψιν; Κύριε, μέ ἀφής τούς ἀνθρώπους τούτους τό πτῶμα τοῦτο πεσεῖν μή δικαιωθήτω ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, καί ἐν τῆ ἀνατολῆ καί ἐν τῆ δύσει, καί ἐν ταῖς νήσοις, ἐκ τῆς ἡμετέρας ἀπωλείας. διότι ἡμεῖς ἀθετήσαντες αὐτήν καί σέ ἀπολούμεθα. δικαίωσον μᾶλλον αὐτήν, χωρίς τοῦ ἀπολέσθαι ἡμᾶς. δός αὐτοῖς ἀκοάς, ἵνα ἀκούσωσιν. ἐπειδή ἐστίν ὁ λαλήσας καί λαλών τό σόν θέλημα. Εἰδέ μή, Κύριε, ἅρπασόν με ἀπό τῆς παρούσης ζωῆς συντόμως, πρίν ἴδω τρυγώντας τούς καρπούς τῆς τοσαύτης ἀναισχυντίας. Οὐκ ἀρνήσομαί σε, φίλη Ὀρθοδοξία. οὐ ψεύσομαί σε πατροπαράδοτον σέβας, ἕως ἄν τό ἐμόν πνεῦμα ἐν τῶδε μένη τῶ σώματι. Μηδέν μέ πειράζετε πλέον, ἄνθρωποι. ὅτι ἐγώ τοιαύτης ἑνώσεως οὐ κοινωνήσω ποτέ. οὔτε γάρ μετά τῶν Λατίνων ἑνωθήσεσθε οὔτως, καί τοῦ Θεοῦ χωρισθήσεσθε καί τῆς αὐτοῦ ἐπισκέψεως, καί ἀδοξίαν ἀΐδιον ὑποστήσεσθε»(21).
Ἡ μοναδική αὐτή προφητική φωνή δυστυχῶς καί πάλι δέν εἰσακούσθηκε. στίς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, στόν ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐπικυρώθηκε ἡ ἕνωση μέ τό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, στό ὁποῖο μνημονεύθηκαν ὁ πάπας Νικό­λαος καί ὁ ἐξόριστος στήν Ρώμη λατινόφρων πατριάρχης Γρηγόριος. Ἔτσι δεκατρία ἔτη μετά τήν ὑπογραφή τοῦ ἑνωτικοῦ ὅρου τῆς Φλωρεντίας ἐφαρμοζόταν στήν πράξη ἡ ἕνωση σέ λατρευτική ἐκδήλωση τῶν Ὀρθοδόξων. Πικραμένος ἀπό τήν ἐξέλιξη αὐτή γράφει ὁ Γεννάδιος ἐπιστολή στόν Δημήτριο Παλαιολόγο στίς 25 Δεκεμβρίου τοῦ 1452, ὅπου ἐκθέτει τά γενόμενα, καί τόν Ἰανουάριο τοῦ 1453 θρηνεῖ σέ σωζόμενο ἔργο του «ἐπί τῆ δι' ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ ματαία καί ἀλόγω καί ἀσυνειδήτω καινοτομία τῆς πίστεως». Ἔκτοτε σιωπᾶ παντελῶς ὅπως προκύπτει ἀπό τά κείμενα αὐτά.
Παρέμεινε στό κελλί του «μηδένα ὁρῶντες μηδενί συγγινόμενοι πλήν ὀλίγων, οὔς ἴσμεν καθαρῶς φρονοῦντας καί τηροῦντας τά πρότερα»(22). Προσευχόταν μόνον γιά τή σωτηρία τοῦ Γένους, χωρίς καθόλου νά ἀναμιγνύεται. Εἶναι γι' αὐτό κακόβουλη ἡ ἄποψη τοῦ Δούκα, πού τήν υἱοθέτησαν ἄκριτα καί μερικοί μεταγε­νέστεροι, ὅτι δῆθεν μέχρι καί τήν παραμονή τῆς ἁλώσεως ὁ Σχολάριος ἐφανάτιζε τά πλήθη καί μέ τό νά παρουσιάζει ἀναπότρεπτη τήν ἅλωση ἀποθάρρυνε τόν λαό.
Πρόκειται γιά ἔντεχνη μετάθεση καί ἐπίρριψη εὐθυνῶν στούς ὤμους ἀνευ­θύνων. Ἔπρεπε μετά τήν ἀνανέωση τῆς ἑνώσεως καί τό ἑνωτικό συλλείτουργο στήν ἁγία Σοφία νά Ἀποστείλει ὁ πάπας βοήθεια ἐπαρκή γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου. Τά γεγονότα ὅμως ἐδικαίωσαν δυστυχῶς τόν Σχολάριο, ὁ ὁποῖος ἦταν πεπεισμένος, ὅπως καί οἱ διδάσκαλοί του Ἰωσήφ Βρυέννιος καί Μάρκος Εὐγενικός, ὅτι ἡ ἐλπιζόμενη βοήθεια ἦταν σκιά καί ὄνειρο, διότι ὁ πάπας καί νά ἤθελε δέν μποροῦσε νά βοηθήσει. αὐτό πού ἔμενε στούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν ἕνωση ἦταν ἡ προδοσία τῆς πίστεως καί ἡ ταπεινωτική ἀποδοχή δογμάτων καί αἱρέσεων, τά ὁποῖα ἐπί αἰῶνες κατεδίκαζαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Γράφει προσφυῶς γιά τήν ἐλπιζόμενη βοήθεια ὁ Παπαρρηγόπουλος: «Ἄκουσμα ἐλεεινόν. πᾶσα ἡ ἄμεσος ἀμοιβή ἥν ἔλαβε τό ἑλληνικόν ἔθνος διά τήν θυσίαν ἐκείνην τῶ πατροπαράδοτων δογμά­των περιωρίσθη εἰς τήν ἐπικουρίαν τριακοσίων ἀνδρῶν καί δύο γαλερῶν»(23).
Κατά τήν νύκτα τῆς ἁλώσεως ὁ Γεννάδιος, ὅπως διηγεῖται μέ συγκίνηση στόν ἐπιτάφιο πού ἐξεφώνησε στή Μονή Βατοπαιδίου στόν ἀνεψιό του Θεόδωρο Σοφιανό, περίμενε μέ ἀγωνία τήν ἔκβαση τοῦ ἀγῶνος. Ὁ ἀνεψιός του μαχόταν μέ γενναιότητα ἐναντίον αὐτῶν πού ἀπό τή θάλασσα τοῦ Κερατίου ἐπιχειροῦσαν νά ἀνέλθουν στό τεῖχος. Ὅταν ὅμως ἀπό τό μέρος τῆς ξηρᾶς βρέθηκε σέ κάποιο μέρος ἀφρούρητο τό τεῖχος, ὥρμησαν οἱ Τοῦρκοι σκυλεύοντες τά πάντα. ὁ Γεννάδιος ὁμιλεῖ γιά προδοτική φυγή αὐτῶν πού ἀνέλαβαν νά φρουροῦν τό τμῆμα ἐκεῖνο τοῦ τείχους. Καί οἱ ξένοι στούς ὁποίους ἀνετέθη ἡ φύλαξη τοῦ πιό εὐπαθοῦς τμήματος τῶν τειχῶν, ἀλλά καί οἱ δικόι μας, τράπηκαν ἀδικαιολόγητα σέ φυγή(24). Καταδεικνύεται ἔτσι καί πάλι τό μυθῶδες καί σκόπιμο τοῦ διηγήματος, ὅτι ἀνενεωτικοί καλόγηροι ἄνοιξαν κρυφά κάποια θύρα γιά νά εἰσέλθουν οἱ Τοῦρκοι. Πληγωμένος στά χέρια καί στό πρόσωπο ὁ ἀνεψιός τοῦ Σχολαρίου βρῆκε τόν θεῖο του καί τήν ἑπομένη τῆς ἁλώσεως στήν προσπάθειά τους νά διαφύγουν συνελήφθησαν αἰχμάλωτοι καί ὁδηγήθηκαν στήν Ἀδριανούπολη γιά νά ὑπηρετήσουν ἐκεῖ ὡς δοῦλοι Τοῦρκο ἀξιωματοῦχο. ἐκεῖ τόν ἐνετόπισε ὁ πορθητής, μετά ἀπό ὀλίγους μῆνες, καί τοῦ ἀνέθεσε τήν εὐθύνη τῆς ἀνασυστάσεως καί ἀναδιοργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους, καθιστώντας τόν πρῶτο μετά τήν ἅλωση πατριάρχη καί ἐθνάρχη.

Ἐπίλογος
Ἡ ὑπερχιλιετής ἔνδοξη χριστιανική αὐτοκρατορία, τήν ὁποία ἐθεμελίωσε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἐξέπνευσε μαζί μέ τήν τελευταία πνοή ἑνός ἄλλος Κωνσταντίνου, τοῦ Παλαιολόγου, πού τήν ὑπερασπίσθηκε γενναία σέ παντελῶς ἄνισο ἀγῶνα. Ἦταν συγκλονιστική ἡ προκληθεῖσα στόν τότε γνωστό κόσμο ἐντύπωση καί ἀπερίγραπτη ἡ ὀδύνη τῶν ἑλληνορθοδόξων, ὄχι μόνο γιατί θά ἐδούλευαν σέ σκληρό κατακτητή, ἀλλά καί διότι θά ἐστεροῦντο τήν ξακουσμένη καί μοναδική πολιτεία τους. Πλῆθος ἀπό θρήνους, λαϊκούς καί λογίους, διαζωγραφοῦν αὐτήν τήν ὀδύνη. Ἡ Ὀρθοδοξία διέτρεξε θανάσιμο κίνδυνο. Θά ἐπεβίωνε ἄραγε αὐτή ἡ πίστη πού ἀποτελοῦσε τήν ψυχή, τό πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου, ἔστω καί ἄν ὁ κρατικός φορεύς ἔπαυσε πλέον νά ὑπάρχει;
Εἶναι συγκλονιστικό καί θαυμαστό νά διαπιστώνει κανείς ὅτι τήν ἐπί αἰῶνες συγκεντρωμένη δύναμη καί ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ ἔκλεινε μέσα του ὁ Σχολάριος. Ἡ ψυχή ἑνός ὁλοκλήρου πολιτισμοῦ εἶχε ἐγκαταβιώσει σέ ἕνα ἡγέτη. Ἔπρεπε νά συντηρήσει καί νά θρέψει τήν ἀσθενήσασα φύση της, νά μήν ἀφήσει τήν συνείδηση τοῦ Γένους νά ταφεῖ κάτω ἀπό τήν συμφορά καί τήν δουλεία. Ὅταν παραλύσει ἀπό τά ἐξωτερικά κτυπήματα τό σῶμα, εἶναι δύσκολο νά παραμείνει ὄρθια καί ἀνεπηρέαστη ἡ ψυχή. Τήν ὑψηλή αὐτή καί ὑπεύθυνη Ἀποστολή στή νέα κρίσιμη γιά τόν ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία περίοδο τῆς δουλείας ἔφερε μέ ἐπιτυχία σέ πέρας ὁ Σχολάριος. Θά χρειαζόταν μία ἄλλη διάλεξη γιά νά παρουσια­σθεῖ τό ἔργο του ὡς πατριάρχη καί ἐθνάρχη. Συνοπτικά ἀποδίδει μέ εἰκόνα τήν συμβολή του ὁ Θεόδωρος ἀγαλλιανός. ἦταν, λέγει, ἡ μεγάλη προφητική φυσιογνω­μία, ἄλλος Μωϋσῆς, πού ἀνέλαβε νά ὁδηγήσει τό Γένος στήν ἔξοδο ἀπό τήν πικρή δουλεία στόν νέο Φαραώ(25). Ὁ ἴδιος ὁ Γεννάδιος ἔβλεπε καί ἔκρινε ὅτι τό Γένος παρήκμασε, γιατί οἱ ἡγέτες του δέν θέλησαν στό τέλος νά τηρήσουν τούς νόμους τῆς «θείας κυβερνητικῆς», ὅτι πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν τειχῶν τῆς βασιλεύουσας, εἶχε πέσει ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη στόν Θεό, μέ συνέπεια τήν θεία ἐγκατάλειψη. «Πρό τῆς καθαιρέσεως τῶν τειχῶν τήν ἄγρυπνόν σου φυλακήν ἀπωλέσαμεν, ἡ καί ἀντί πάσης ἀσφαλείας τοιαύτης ἡμῖν ἥν τόν ἔμπροσθεν χρόνον»(26). Τά τεῖχη τῆς πίστεως, τῆς εὐσεβείας ἔπρεπε τώρα μέ ὑπομονή καί ταπείνωση νά ἐνισχυθοῦν. Ὁ κεκρυμμένος ἀνδριάντας τῆς πίστεως ἔπρεπε νά ἀναστηλωθεῖ. Μέ προφητική ὄντως ἐνόραση ὁ μέγας πατριάρχης διεῖδε ὅτι οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί ἐπωμίζονταν τό βάρος τῆς συντηρήσεως καί ἀναζωογονήσεως τοῦ Γένους, ὅπως πράγματι καί συνέβη: «Ὅθεν, εἰ μέλλει ποτέ τό δείλαιον ἡμῶν γένος, τόν ἥλιον εὐτυχέστερον ὁράν αὐτοῖς ἐπιλάμποντα, ἐξ ἡμῶν αὖθις τῶν ἱερωμένων καί μοναχῶν ἀνατεῖ­λαι δεῖ τήν τῆς πνευματικῆς ὑγείας ἀρχήν, ἐρρωμένως καί μετά σπουδῆς τήν τοιαύτην ἀναλαβομένων προαίρεσιν, καί πολλή ἐλπίς ἐστίν ἐπί τῆ θεία φιλανθρωπία τό γένος ἡμῶν ἅπαν παντοίως ἀναρρωσθήσεσθαι»(27).
Ἡ παλλιγγενεσία τοῦ 1821 ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς προφητείας. Τό Γένος θεραπεύθηκε, βρῆκε τήν ὑγεία του. Ἡ ἱστορική ἅλωση δέν κατέληξε σέ ἀληθινή ἅλωση. Φοβοῦμαι ὅτι αὐτήν τήν ἀληθινή ἅλωση, ζοῦμε τώρα ἐπί πολλές δεκαετίες. Τά συμπτώματα εἶναι προφανῆ καί εὐδιάκριτα. Ξεπουλήσαμε καί ξεπουλᾶμε τά πάντα ἀντί πινακίου φακῆς, γιά τά λαμπυρίζοντα εὐρωαρ­γύρια-βλασφημοῦμε καί προσβάλλουμε τά ἱερά καί τά ὅσια, στή λογοτεχνία, στήν τέχνη, στόν κινηματογράφο. νομιμοποιοῦμε τίς ἠθικές παρεκτροπές καί προβάλλουμε τούς ἀναίσχυντους καί τούς πόρνους ὡς πνευματικά πρότυπα. Οἱ πολιτικοί μας καυχῶνται, γιατί τόν οἰκουμενικό Ἑλληνισμό τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τόν κατήντησαν φτωχή ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης, φραγκικό κρατίδιο καί ρηγάτο, χωρίς καί πάλι βοήθεια οὐσιαστική ἀπέναντι στούς Τούρκους. Πολλοί ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες ἀποδέχονται πώς ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πλέον ἡ Μία, Ἁγία, καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά Ἐκκλησίες, καί μάλιστα ἀδελφές καί ἰσότιμες, εἶναι τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις. Ποιός ἐπαναλαμβάνει σήμερα, ἐκτός τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τόν ὅρκο-Ὁμολογία τῶν μεγάλων ἀνδρῶν ἐκείνης τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰωσήφ Βρυεννίου, τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ καί τοῦ Γενναδίου Σχολαρίου «οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη Ὀρθοδοξία, οὐ ψενσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας», ἀλλά ἄν χρειασθεῖ θά πεθάνουμε χίλιες φορές γιά σένα;
Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι τό Γένος ἀντί τῶν ἀσεβῶν νόμων καί τῆς ἀσεβοῦς παιδείας θά ἐπανέλθει στούς νόμους τῆς «θείας κυβερνητικῆς», γιά νά ἀποφύγουμε τήν θεία ἐγκατάλειψη, γιά νά μήν ὑποστοῦμε αὐτή τή φορά ἑκουσίως τήν ἀληθινή, τήν ὁριστική ἅλωση.
***
(13) Concilium Flοrentium, Series Β Vοl. VI, Ι, ἔκδ. J. Gill, σελ. 407 καί 420.
(14) Αὐτόθι 421.
(15) Αὐτόθι 425.
(16) Γεννάδιου Σχολαρίου, Ἅπαντα Ι
V, 472.
(17) Παλαιολόγεια καί Πελοποννησιακά, τόμ. Β’, σελ. ι΄.
(18) Ἅπαντα Ι
V, 499.
(19) Ἅπαντα ΙΙΙ, 112.
(20) Κ. Παπαρρηγοπούλου, ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. Ε΄, μέρος Β’, Ἀθῆναι 1925, σελ. 27. Ν. Τωμαδάκη, «ἐτούρκευσεν ὁ Γεώργιος Ἀμιρούτζης», ἐπετηρίς ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 18 (1948) 100. Τ. Γριτσοπούλου, Πατριαρχική Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, τόμ. Α’, Ἀθῆναι 1966, σελ. 37, 43-44, 57ε.
(21) Ἅπαντα ΙΙΙ, 165-166. Αὐτόθι
(22) Ἅπαντα ΙΙΙ, 178.
(23) Ἔν. ἀνωτ., σελ. 276.
(24) Ἅπαντα Ι, 279-280 καί Ι
V, 216.
(25) Βλ. Χρ. Πατρινέλη, ὁ Θεόδωρος Ἀγαλλιανός, ταυτιζόμενος πρός τόν Θεοφάνη Μηδείας καί οἱ ἀνέκδοτοι λόγοι του. Μία νέα ἱστορική πηγή περί τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τούς πρώτους μετά τήν ἅλωσιν χρόνους, Ἀθῆναι 1966, σελ. 98.
(26) Ἅπαντα ΙV, 221.
(27) Ἅπαντα Ι, 182.



Δεν υπάρχουν σχόλια: