Στρατηγός Μακρυγιάννης :

 «Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό» (Β' 11-12). 

Χριστός γεννάται· δοξάσατε.

Ωδή α΄.  Ήχος α΄. Ο Ειρμός.

Χριστός γεννάται· δοξάσατε. Χριστός εξ Ουρανών· απαντήσατε. Χριστός επί γης· υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί· ότι δεδόξασται.

Ερμηνεία.

Από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν άρτους οι χρείαν έχοντες τούτων, πάρεξ από τον αρτοπωλητήν; Ή από ποίον πρέπει να λαμβάνουν οίνον οι εστερημένοι τούτου, πάρεξ από τον οινοπώλην; Αλλά και οι χρείαν έχοντες νομίσματος χρυσού και αργυρού, από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν τούτο, ει μη από τον αργυραμοιβόν;(σαράφην). Ούτω παρομοίως και οι θέλοντες να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τας του Χριστού εορτάς, από ποίον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, πάρεξ από τον τούτων πανηγυριστήν και εγκωμιαστήν, τον μέγαν λέγω εν Θεολογία Γρηγόριον; Διότι ούτος ο κατ΄ εξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνον εστόλισε τας Δεσποτικάς εορτάς με τους ιδικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλ΄ έδωκεν άδειαν και εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τα ιδικά του λόγια και ποιήματα με μίαν κλεψίαν επαινετήν και ακατηγόρητον· την οποίαν όποιος εργάζεται, όχι μόνον δεν εντρέπεται, ως οι κλέπται των άλλων πραγμάτων, αλλ΄ εξεναντίας με την κλεψίαν αυτήν καλλωπίζεται. Τι λέγω; Ο Γρηγόριος ούτος νους της Θεολογίας δεν έδωκε μόνον άδειαν εις τους μεταγενεστέρους να κλέπτουν τους ιδικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί με φιλαδελφίαν ανεκδιήγητον εις το να φάγουν ακόρεστα τον νοητόν άρτον της σοφίας του, τον στηρίζοντα την ψυχήν, και να πίουν τον γνωστικόν αυτού οίνον, τον ευφραίνοντα την καρδίαν, φωνάζων με υψηλήν φωνήν τώρα μεν εκείνα τα της Σοφίας: «Έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον, και πίετε οίνον, ον κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ: 5)· τώρα δε εκείνα τα της Ασματιζούσης νύμφης: «Φάγετε πλήσιοι, και πίετε και μεθύσθητε αδελφοί» (Άσμ. Ε: 1) και άλλοτε εκείνα τα του Ησαϊου: «Οι διψώντες πορεύεσθε εφ΄ ύδωρ, και όσοι μη έχετε αργύριον βαδίσαντες αγοράσατε και φάγετε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον και στέαρ» (Ησ. νε:1).

H συνέχεια, “κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑΣ :



Πιστεύω τελικά ὅτι οἱ ἡγούμενοι μέ τήν στάσι των δέν κάνουν τίποτε ἄλλο, ἀπό τό νά παραδίδουν στούς αἱρετικούς τό ἐμπιστευθέν εἰς αὐτούς ποίμνιο. Ἄν πάλι, πατέρες, βρῆτε κάποια διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς ἤ τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία νά διδάσκη τήν παραμονή στούς αἱρετικούς ποιμένες ἤ τήν εὐλογία τῶν γερόντων γιά νά ἀπομακρυνθῆ κάποιος ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτούς, σᾶς παρακαλοῦμε νά μᾶς τήν ὑποδείξετε, διότι ἐμεῖς μέχρι τώρα συναντήσαμε στούς Ἁγίους τά ἐντελῶς ἀντίθετα.



Δεν υπήρξε ποτέ διαίρεσις της Εκκλησίας, και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη.

«Διαίρεσις, σχίσμα της Εκκλησίας είναι πρωτίστως ένα πράγμα οντολογικώς αδύνατον. Δεν υπήρξε ποτέ διαίρεσις της Εκκλησίας, και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, πλην υπήρξε και θα υπάρξη έκπτωσις εκ της Εκκλησίας. Κατά καιρούς απεσπάσθησαν και εξεβλήθησαν από την μοναδικήν αδιαίρετον Εκκλησίαν οι αιρετικοί και σχισματικοί, οι οποίοι έκτοτε έπαψαν να αποτελούν μέλη της Εκκλησίας και μέρη του θεανθρωπίνου σώματός της.
Έτσι έχουν κατ’ αρχήν αποκοπή οι Γνωστικοί, κατόπιν οι Αρειανοί, …, κατόπιν οι Ρωμαιοκαθολικοί, κατόπιν οι Προτεστάνται, …».
 

[Ιουστίνου Πόποβιτς, «Δογματική της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Γαλλική μετάφραση) Τόμος 4ος, σελ. 181,
Lausanne 1995 - Ἀναδημοσιεύτηκε στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» στίς 29/6/2007 ]
 

Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε τὰ προβλήματα, ποὺ ἔχουν δημιουργήσει στὴ Χώρα μας οἱ μετανάστες. Αὐτὰ εἶναι:

— Ἡ ἐνίσχυση τοῦ προβλήματος τῆς ἀνεργίας γιὰ τοὺς ντόπιους, ἀφοῦ οἱ συγκεκριμένοι πληθυσμοὶ ἀποτελοῦν φτηνὴ ἐργατικὴ δύναμη. 
— Ἡ ἔξαρση τῶν φαινομένων κοινωνικῆς παθογένειας π.χ. βία καὶ ἐγκληματικότητα, κλῖμα καχυποψίας χαλάρωση τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς.
 
— Ἡ ἑτερογένεια τοῦ πληθυσμοῦ, ἀδυναμία οὐσιαστικῆς ἐπικοινωνίας καὶ συνεργασίας.
 
— Ἡ ὑπονόμευση τῆς ὀρθῆς καὶ εὔρυθμης λειτουργίας τῶν κοινωνικῶν καὶ πολιτικῶν θεσμῶν.
 
— Κυρίως ὅμως καὶ κατεξοχήν, ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος τῆς ἐθνολογικῆς ἀλλοίωσης τῆς Πατρίδος μας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκρηξη τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ.
 
Ἀλήθεια πῶς μποροῦμε νὰ κοιμόμαστε ἥσυχοι, ὅταν οἱ κατὰ καιροὺς δηλώσεις τῶν διαφόρων μουσουλμάνων ἡγετῶν εἶναι τόσο δηκτικὲς καὶ
 
προκλητικές; Ὁ πρώην πρόεδρος τῆς Τουρκίας Τ. Ὀζάλ, ποὺ διαλαλοῦσε τὴν ὀθωμανικὴ δόξα, εἶχε πεῖ: «Θὰ ἐξισλαμίσουμε τὴν Εὐρώπη…». Καὶ κάποτε
 
ἄλλοτε: «Δὲν λησμονοῦμε ὅτι ἡ προέλαση τῶν Τούρκων σταμάτησε μπροστὰ στὴ Βιέννη».
 
Ὁ ἡγέτης τῆς Λιβύης Μαουμὰρ Καντάφι δήλωσε: «Ὑπάρχουν σημάδια ὅτι ὁ Ἀλλὰχ θὰ χαρίσει τὴ νίκη στὸ Ἰσλὰμ μέσα στὴν Εὐρώπη».
 
Καὶ ὁ Ἰρανὸς
Arsbam Momeni διακηρύττει: «Ὁ Ἰσλαμισμὸς δὲν ἀστειεύεται οὔτε διαπραγματεύεται, ἀλλὰ καὶ δὲν διανοεῖται νὰ ὑποχωρήσει. 
Ὅταν χύνεται τὸ αἷμα τῶν ἀπίστων ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, οἱ τελευταῖοι πηγαίνουν κατευθεῖαν στὸ παράδεισο... χρειάζεται νὰ χύνεται συν -
 
εχῶς αἷμα ἀπίστων» (Ἰσλάμ, Ἱστορία, Ἐπεκτατισμὸς καὶ Βία, σελ. 135).
 
Πῶς μποροῦμε νὰ ἡσυχάζουμε, ὅταν ὁ Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν τῆς Τουρκίας Νταβούντογλου, ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν παλαιὰ ἐπιρροὴ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας στὴν Εὐρώπη, στὴν Μεσόγειο καὶ στὴ Μέση Ἀνατολὴ ἔχει γράψει στὸ νέο του βιβλίο: «Εἶναι ἀδιανόητο νὰ βρίσκεται στὴν κυριαρχία τῆς Ἑλλάδος τὸ Αἰγαῖο καὶ νὰ μὴ τὸ ἔχει ἡ Τουρκία, γιὰ μᾶς αὐτὸ εἶναι τελειωμένο!».
 
Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἡ τουρκικὴ «μαφία» δουλεμπορίας, ποὺ δρᾶ στὴν περιοχὴ τοῦ Αἰγαίου, εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐπωφελεῖται καὶ ἀποκομίζει
 
τεράστια κέρδη ἀπὸ τὴν ὅλη ὑπόθεση, καθὼς ἀπαιτεῖ 3.000 καὶ 7.000 εὐρὼ
 
κατ᾽ ἄτομο γιὰ τὴ διαφυγή του. Τὸ πρόβλημα συνεπῶς λαμβάνει ἀνησυχητικὲς διαστάσεις, ὅταν στὴ Χώρα μας φιλοξενοῦνται πάνω ἀπὸ 2.500.000 μουσουλμάνοι καὶ ὁ ἀριθμὸς βαίνει ἀνεξέλεγκτα.
 
Ποιά, ὅμως, εἶναι ἡ στάση τῶν ἑλληνικῶν κυβερνήσεων ἀπέναντι στὸ πρόβλημα αὐτό;
 
Εἶναι ἀνθελληνικὴ καὶ προδοτική. Δυστυχῶς ἡ πολιτεία θέλει νὰ δώσει ψῆφο τουλάχιστον σὲ 643.000 ἀλλοδαπούς. Καὶ ἐὰν δοθεῖ ἡ Ἑλληνικὴ ὑπηκοότητα σὲ κάθε παιδὶ ἀλλοδαπῶν, ποὺ γεννιέται στὴν Ἑλλάδα, ἂς σκεφτοῦμε τί πρόκειται νὰ συμβεῖ. Παραχωροῦνται δηλαδὴ τὰ ἐθνικὰ δικαιώματα σὲ ὅποιον γεννηθεῖ στὴν Ἑλλάδα, εἴτε εἶναι ἀπὸ τὸ Πακιστάν, εἴτε ἀπὸ τὴν Τουρκία, εἴτε ἀπὸ τὴν Ἰνδία κ.ο.κ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε πέφτουμε θύματα τοῦ γεωπολιτικοῦ ὅπλου τῆς Νέας Τάξης, ποὺ ἐπιζητεῖ μὲ τὴν λαθρομετανάστευση τὴ
 διάσπαση τῆς ἐθνικῆς συνοχῆς καὶ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς Ἑλλάδος. 

Ἡ Τουρκία μὲ τὶς εὐλογίες τῶν Η.Π.Α. χρησιμοποιοῦν τὴν λαθρομετανάστευση γιὰ τὴν ἀλλοτρίωση τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν ἰσοπέδωση τῶν ἱερῶν θεσμῶν.

Πρώτα πολέμα τα εκούσια.

Γράφει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «Προς την Μοναχήν Ξένην» τα εξής: 
«Κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονήν των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους οποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια και άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους. Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από την φύσιν και από τις γεωργικές επινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεσή μας και σε μας, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σε Αυτόν, τον γεωργόν των ψυχών μας, εφ’ όσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονήν σε εκείνα, που μας βρίσκουν άθελά μας, ούτε οι κόποι, που καταβάλλουμε θεληματικά, θα ευλογηθούν από τον Θεόν. Γιατί η αγάπη προς τον Θεόν δοκιμάζεται κυρίως με την θλίψι των πειρασμών. Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κατορθώση πρώτον τα εκούσια, και αφού με αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε την δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρουμε εύκολα και τους ακούσιους πειρασμούς».
 

Έτι δεόμεθα υπέρ του Αγιωτάτου Επισκόπου και Πάπα Ρώμης Bενεδίκτου, Φραγκίσκου..…


“You shall love the Lord your God with all your heart, and with all your soul, and with all your mind,” (Matthew 22:37-38). But do we?

The wandering seeker in that classic book on the Jesus prayer, The Way of a Pilgrim, asked incredulously “How is it possible not to love God our Creator and preserver?” But the wise old monk to whom he had gone for confession responded, “Turning my eyes carefully upon myself and watching the course of my inward state, I have verified by experience that I do not love God.... For if I loved God I should be continually thinking about Him with heartfelt joy. Every thought of God would give me gladness and delight. On the contrary, I much more eagerly think about earthly things, and thinking about God is labor and dryness. If I loved God, then talking with Him in prayer would be my nourishment and delight and would draw me to unbroken communion with Him. But, on the contrary, I not only find no delight in prayer, but even find it an effort.... If one person loves another, he thinks of him throughout the day without ceasing, he pictures him to himself, he cares for him, and in all circumstances his beloved friend is never out of his thoughts. But I, throughout the day, scarcely set aside even a single hour in which to sink deep down into meditation upon God, to inflame my heart with love of Him...”

Τάδε έφη Justin :

«Εστώς και θερμαινόμενος» από τις ζεστές και ορθάνοιχτες Παπικές αγκάλες της επιστροφής μας, συγκινούμενος από τα κροκοδείλια δάκρυα και τον Ορχηστρικό Χορό της Διαθρησκειακής Σαλώμης,

Εξ αιτίας αυτής της πονηράς αγάπης και αποδοχής της προτροπής του αρχεκάκου Όφεως, έπεσαν ο Αδάμ και η Εύα. Επάνω σ’ αυτήν ακριβώς την παμπόνηρη «αγάπη και αποδοχή» στηρίζεται ο έκφυλος Οικουμενισμός, το άρμα του Αντιχρίστου. «Ελάτε, να αγαπηθούμε ντάρλιγκς! Ας ενωθούμε στου Οικουμενισμού την καλόστρωτη και ανθοστόλιστη κοίτη! Ας περιφρονήσουμε τις διαφορές μας και ας εστιάσουμε στις ομοιότητές μας».

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ του Αγίου Ιουστίνου (Πόποβιτς)

Υπό το πρίσμα αυτής της ευαγγελικής και ιεράς ορθοδόξου παραδόσεως είναι αντιευαγγελική και αντίχριστος φρικαλεότης το να φονεύεται ο αμαρτωλός λογω της αμαρτίας. Εν προκειμένω καμμία ιερά εξέτασις δεν δύναται να ανακυρυχθή ως ιερά. Εν τελευταία αναλύσει, όλοι οι ουμανισμοί φονεύουν τον αμαρτωλόν λόγω της αμαρτίας, εξοντώνουν τον άνθρωπον μαζί με την αμαρτίαν. Διότι δεν θέλουν τον Θεάνθρωπον, ο Οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου και από την αμαρτίαν, και από τον θάνατον, και από τον διάβολον. Εκείνος που δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι ως εκ τούτου κατά του ανθρώπου, και είναι ως εκ τούτου δολοφόνος του ανθρώπου, και ακόμη είναι ως εκ τούτου και αυτόχειρ. Διότι αφήνει τον άνθρωπον εις την πλήρη εξουσίαν της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, εκ των οποίων μόνον ο Θεάνθρωπος δύναται να τον σώση και κανείς άλλος υπό τον ουρανόν. Μεταχειριζόμενος κατ΄ αυτόν τον τρόπον τον αμαρτωλόν, ο ουμανιστικός άνθρωπος αναποφεύκτως αυτοκτονεί:  φονεύει την ιδίαν την ψυχήν του, παραδίδει τον εαυτόν του εις την κόλασιν, εις αιωνίαν συναναστροφήν με τον διάβολον, αυτόν τον έκπαλαι «ανθρωποκτόνον» (Ιωάνν. 8, 44).