H EYΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


† Μακαριστός ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Kαντιώτης

....Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι στοὺς ἁγίους Τόπους ὑπάρχει μιὰ λίμνη ποὺ λέγεται Γεννησα­ρέτ. Στὴν ὄχθη της ἐργάζονταν τέσσερις ψαρᾶ­δες· ὁ Ἰ­ωάννης, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀν­δρέας. Φτωχαδάκια ἦταν, μεροδούλι – μερο­φάϊ. Ἔ­παιρναν τὶς βάρκες, ἔβγαιναν τὴ νύχτα (τότε εἶνε ἡ κατάλληλη ὥρα), ἔρριχναν τὰ δίχτυα καὶ προσπαθοῦσαν νὰ πιάσουν ψάρια, νὰ τὰ πουλήσουν, γιὰ νὰ ζή­σουν αὐτοὶ καὶ οἱ οἰκογένειές τους. Ὅλη τὴ νύχτα ψάρευαν. Τί ἔπια­σαν; Τίποτε, οὔτε ἕνα ψάρι. Λυπημένοι καὶ κουρασμένοι γύρισαν. Ἔδεσαν τὶς βάρκες κι ἄρχισαν νὰ τακτο­ποιοῦν τὰ δίχτυα τους.
Τὴν ὥρα ἐκείνη νά κ’ ἔρχεται κοντά τους – ποιός; Ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς εἶνε κοντὰ στοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Κανείς ἄλλος δὲν ἀ­γάπησε τοὺς ἐργάτες ὅπως αὐτός. Διότι καὶ ὁ ἴ­διος ὑπῆρξε ἐργάτης. Πτωχαδάκι ἦταν, τίποτα δὲν εἶχε. Πτωχὴ ἡ μητέρα του, πτωχὸς ὁ νομιζόμενος πατέρας του Ἰωσήφ. Ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας δούλεψε στὸ ἐργαστήριο· κρατοῦσε πριόνια καὶ σκεπάρνια καὶ ἔφτειαχνε πόρτες καὶ παράθυρα, καὶ ἔτσι ζοῦσαν. Ὅλοι κάποια στέγη ἔχουμε. Δὲν εἶνε κανεὶς ἄστεγος. Ὅταν ὅμως ρώτησαν κάποτε τὸ Χριστὸ ποῦ μένει, ἔδειξε τὰ ζῷα καὶ τὰ πουλιὰ καὶ εἶ­πε· «Οἱ ἀλεποῦδες καὶ τὰ πουλιὰ ἔχουν τὶς φωλιές τους, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔ­χει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματθ. 8,20). Δὲν εἶ­χε οὔ­τε προσκέφαλο. Προσκέφαλό του ἔγινε ὁ ἀκάνθινος στέφανος στὸ σταυρό.

H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more


Ἀγαποῦσε λοιπὸν τοὺς ἐργατικούς. Διότι ἡ ἐργασία εἶνε ὁ πρῶτος νόμος ποὺ δόθηκε. Μέ­σα στὸν παράδεισο ὁ Θεὸς εἶπε στὸν Ἀ­δὰμ νὰ ἐργάζεται. Κι ὅταν πάλι τὸν ἔδιωξε ἀπ’ τὸν παράδεισο τοῦ εἶπε· Ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου» θὰ τρῶς «τὸν ἄρ­τον σου» (Γέν. 3,19). Ἀπὸ τότε ὅ,τι ὡραῖο ἔγινε στὸν κό­σμο, εἶ­νε κόπος καὶ ἀποτέλεσμα ἐρ­γασίας ποὺ κατέβαλαν γενεὲς γενεῶν. Ἂν ἔ­λειπε ἡ ἐργασία, ποιά θὰ ἦτο ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου; Φαν­­ταστῆτε νὰ γκρεμιστοῦν τὰ σπίτια, τὰ γεφύρια, οἱ σιδηρόδρομοι, τὰ πάντα, καὶ ν᾽ ἀρχίσουμε πάλι ἀπ’ τὸ μηδέν. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐργασία εἶνε εὐ­λογημένη. Τὸ νερὸ ποὺ τρέχει εἶνε καθαρό, τὸ νερὸ ποὺ μένει ἀκίνητο σκουληκιάζει· τὸ ὑνὶ τοῦ γεωργοῦ ποὺ δουλεύει μέσ᾽ στὴ γῆ ἀστράφτει, τὸ ὑνὶ ποὺ δὲ δουλεύει σκουριάζει· ἔτσι εἶνε κι ὁ ἄνθρωπος ὅταν δὲν ἐργάζεται. Διότι, ὅπως εἶπαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρό­γονοί μας, «ἡ ἀργία εἶνε μήτηρ πάσης κακίας». Εὐλογημένα νὰ εἶνε τὰ χέ­ρια τῶν γεωργῶν ποὺ σκάβουν τὴ γῆ, εὐλο­γημένα τὰ χέρια τῶν βοσκῶν ποὺ ὁδηγοῦν τὰ πρόβατα στὴ βοσκή, εὐλογημένα τὰ χέρια τῶν ἐργατῶν κάθε τιμίας ἐργασίας, εὐλογημέ­νοι ὅλοι ὅσοι ἐργάζονται. Κι ὅποιος δὲ θέλει νὰ ἐργάζεται, «μηδὲ ἐσθιέτω», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος· ὅποιος δὲ θέλει νὰ δουλεύῃ, δὲν πρέπει καὶ νὰ τρώῃ (Β΄ Θεσ. 3,10). Εἶνε τὸ ῥητὸ ποὺ πῆ­ραν οἱ μαρξισταὶ κ’ εἶνε γραμμένο ψηλὰ στὸ Κρεμλῖνο. Κλεμμένο εἶνε· ὅ,τι ὡραῖο, εἶνε κλεμμένο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Ἐργασία λοιπόν! Ἐργασία πότε; Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάβ­βατο. Ἀλλὰ ἦρθε ἡ Κυριακή, χτύπησε ἡ καμπάνα; Ὤ, τότε ἄλτ! Τὸ λέει ὁ οὐρανός. Νὰ σταματήσῃ κάθε ἐργασία. Καὶ νὰ κάνουν φτερὰ στὰ πόδια ὅλοι, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, νὰ ᾽ρθοῦν στὴν ἐκκλησία. Νὰ σταθοῦν μὲ εὐλάβεια, νὰ κάνουν τὸ σταυρό τους, νὰ ποῦν ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13), καὶ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (ἔ.ἀ. 23,42). Εἶνε δύσκολο; Ἂν σᾶς πῶ νὰ βαστάξετε ἕνα βουνὸ πάνω στὴν πλάτη σας, θὰ πῆτε «Ἀδύνατον». Ἂν σᾶς πῶ νὰ κρατήσετε ἕνα χαλικάκι, εἶνε πολὺ εὔκολο· καὶ ἕνα μικρὸ παιδάκι μπορεῖ. Ποιό εἶνε τὸ χαλικάκι, ποὺ μᾶς ζητάει ὁ Θεὸς νὰ σηκώσουμε; 168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα· ἀπὸ αὐτὲς ὁ Θεὸς ζητάει 1 ὥρα (τόσο διαρκεῖ ἡ θεία λειτουργία ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…», μέχρι τὸ «Δι’ εὐχῶν…». Ἔλα λοιπὸν μιὰ ὥρα στὴν ἐκκλησία, νὰ λατρέψῃς τὸ Θεό.
―Καὶ τί θὰ κερδίσω; κερδίζω τίποτα;…
Τί θὰ κερδίσῃς; Θὰ πάρῃς τὸ ἀντίδωρο, ποὺ εἶνε εὐλογία. «Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος ἔλ­θοι ἐφ᾽ ὑμᾶς» (θ. Λειτ.), σ’ ἐσένα καὶ στὸ σπίτι σου. Καὶ τί θὰ πῇ εὐλογία τὸ βλέπουμε σήμερα στὸ εὐ­­αγγέ­λιο. Ψάρεψαν οἱ μαθηταὶ τὴ νύ­χτα χω­ρὶς τὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἔπιασαν τίποτα. Ὅ­ταν ὕστερα τοὺς εἶπε ὁ Χριστὸς νὰ ῥίξουν τὰ δίχτυα, παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις ποὺ εἶ­χαν, εἶ­παν· Ἀφοῦ τὸ λὲς ἐσύ, θὰ ὑπακούσουμε. Καὶ μόλις ὑπήκουσαν, ὤ θαῦμα! γέμισαν τὰ δίχτυα ὥστε νὰ σχίζωνται καὶ τὰ πλοιάρια ὥστε νὰ βυ­θίζωνται. Γιατί; Γιατὶ τὰ εὐλόγησε ὁ Χριστός.
Ὅπως λοιπὸν τότε τὰ δίχτυα εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ τώρα ἐμεῖς στὶς ἐργασίες μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν εὐ­λογία του. Δὲ θέλουμε νὰ τὸ παραδεχτοῦ­με καὶ λέμε· Ἔχω τὰ χέρια μου!… Ποιά χέρια σου, ἄνθρωπε; Μιὰ σταγόνα αἷμα νὰ πάῃ στὸν ἐγ­κέφαλο, παρέλυσε τὸ χέρι! Ἔχεις ἀνάγκη τὴν εὐλογία. Ὅσο κι ἂν σκάψῃς μὲ τρακτέρ, ὅσο κι ἂν σπείρῃς ἐκλεκτὸ σπόρο, ὅ­σο λίπασμα κι ἂν ῥίξῃς, ὅσους γεωπόνους κι ἂν φέ­ρῃς, ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς χαμένος ὁ κόπος. Ἂν δὲ βρέξῃ ὁ οὐρανός ―κάθε σταγό­να βροχῆς λίρα ἐγγλέζικια εἶνε―, ἂν δὲ φυ­σήξῃ ἀεράκι, κι ἂν δὲ βγῇ ὁ ἥλιος μηδέν, τίποτα. Ἔχεις εὐ­λογία Θεοῦ; κ’ ἕνας σβῶλος γῆς – μιὰ γλάστρα χῶμα μπορεῖ νὰ σὲ ζήσῃ· δὲν ἔχῃς τὴν εὐλογία; τότε κ’ ἕνας κάμπος ὁλόκληρος δὲ μπορεῖ νὰ σὲ θρέψῃ. Θὰ σπέρνῃς καὶ δὲ θὰ θερίζης.
Ἔχει ἀνάγκη εὐλογίας ὁ γεωργός, ὁ βοσκός, ὁ τεχνίτης, ὁ ἐπιστήμων, κάθε ἄνθρωπος. Χωρὶς Θεὸ δὲ μποροῦμε νὰ ζήσουμε. Αὐτὴ εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἀνάγκη μας. Ὅπως τὸ ψάρι δὲ μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπ’ τὴ θάλασσα, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος εἶνε πλασμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ κ’ ἔχει ἀνάγκη τὸ Θεό.

* * *

Νὰ πιστεύετε, ἀγαπητοί μου. Κλεῖστε τ’ αὐ­τιά σας στοὺς ἀθέους. Παραπάνω ἀπ’ ὅλα ἔ­χουμε ἀνάγ­κη ἀπὸ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ θὰ βροῦν ἀπήχησι στὶς ψυχές σας, ὅπως ὁ Χριστὸς εὐ­λό­γησε τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων, εὐ­λο­γῶ κ’ ἐ­γὼ ὡς ἐπίσκοπος τὰ σπίτια σας, τὶς ἐργασίες σας, τὰ σχολεῖα, τοὺς δασκάλους, τὶς ἀρχές, τὶς γυναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά σας, εὐ­λογῶ τοὺς κάμ­πους καὶ τὰ βουνά· εὔχομαι πάντοτε στὸν τόπο σας νὰ ὑπάρχῃ ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια: