Επιστολαί Αγ. Νεκταρίου

Επιστολή 18η

Εν Αθήναις τη 22 Νοεμβρίου 1905

Θυγάτηρ εν Κυρίω αγαπητή Οσία Ξένη, εύχομαί σοι πατρικώς.
(ν΄ αναγνωσθή εις επήκοον πασών των αδελφών)

Χθες εχειροτόνησα μαθητήν τινα εις διάκονον. Η του ονόματος αυτού αλλαγή ως πρόσφατον γεγονός και διαμένον εν τη μνήμη μου, εκίνησε σήμερον την πρωϊαν τον κάλαμόν μου, να γράψω προς υμάς περί του λόγου της αλλαγής των ονομάτων των εισερχομένων εις το στάδιον των πνευματικών αγώνων και αναλαμβανόντων πολέμους προς τας αρχάς και τας εξουσίας του άρχοντος του παρόντος αιώνος, των μαχομένων υπέρ της επικρατήσεως της βασιλείας του Θεού και επιζητούντων δια της τελειότητος τον στέφανον της νίκης. Περί τούτου έκρινα αναγκαίον και λίαν επείγον, να γράψω προς σε σήμερον, ορμηθείς εκ τινων δυσαρέστων σκηνών λαβουσών χώραν μεταξύ αδελφών, εξ ων συμπεραίνω, ότι εν αυταίς, ζη ο παλαιός άνθρωπος συν τοις πάθεσι και ταις κατά κόσμον επιθυμίαις, τον οποίον ώφειλον να σταυρώσωσιν επί του σταυρού, ον ανέλαβον, να φέρωσιν ως του Κυρίου μαθήτριαι. Η γνώσις της υπάρξεως ελαττωμάτων αναξίων όλως μοναχαίς, με κατέθλιψε, διο προς διδασκαλίαν των μη αποταξαμένων τω κόσμω και τοις κοσμικοίς ελαττώμασι γράφω ταύτην μου την επιστολήν, εν η πραγματεύομαι περί του λόγου της αλλαγής των ονομάτων των μοναχών. Παρά τοις επαγγελλομένοις τον κατ΄ αρετήν βίον οσιωτάτοις μοναχοίς επεκράτησεν η του ονόματος αλλαγή. Αύτη έχει δύο σπουδαιοτάτους λόγους. Πρώτος λόγος την απάρνησιν του παρελθόντος εντελώς και την αδιάλειπτον ανάμνησιν της μεταβολής του βίου, και δεύτερον, ίνα παράδειγμα έχωμεν τον άγιον εν τω σταδίω του βίου μας, ούτινος το όνομα φέρομεν. Η αλλαγή του ονόματος φέρει λήθην του παρελθόντος και υπενθυμίζει αδιαλείπτως την γενομένην μεταβολήν τω μεταβαλόντι το πολίτευμα και τας ανειλημμένας υποχρεώσεις, ας οφείλει να εκπληροί μετά πολλής αγάπης και προθυμίας. Το όνομα είναι συνδεδεμένον με το ίδιον εγώ τοσούτον στενώς, ώστε να αδυνατώμεν, να χωρίσωμεν το ημέτερον εγώ ήτοι την προσωπικότητά μας από του ονόματος, διο και η μνήμη του ενός συνεφέλκεται την μνήμην του ετέρου και η προς το εν αναφορά γίνεται ταυτοχρόνως και προς το έτερον. Εντεύθεν η αναπόσπαστος μνήμη του παλαιού ανθρώπου εν όσω το παλαιόν φέρωμεν όνομα, και τουναντίον η μνήμη του νέου ανθρώπου, όταν το νέον ακούωμεν όνομα. Δια την ηθικήν ταύτην δύναμιν, ην κέκτηται η αλλαγή, επεκράτησε κατά πρώτον λόγον η του ονόματος αλλαγή. Αλλ΄ η αλλαγή αύτη του ονόματος αποβάλλει την εαυτής δύναμιν, όταν η θέλησις ημών αδρανή να εκτελή και πράττη τας υποθήκας, τας υπό του νέου ονόματος υπενθυμιζομένας τοις μοναχοίς. Τούτο δε γίνεται, διότι ζη εν αυτοίς ο παλαιός άνθρωπος και αγαπώσι μάλλον αυτόν ή τον νέον άνθρωπον, διο και αδιαφορούσι προς τας συνεχείς υπομνήσεις τας γινομένας αυτοίς υπό της κλήσεως του νέου ονόματος. Η αδιαφορία αύτη προς τας υποχρεώσεις, τας υπενθυμιζούσας τοις μοναχοίς το όνομα, μαρτυρεί ετέρου τινος κακού την ύπαρξιν, την αθέτησιν της φωνής της συνειδήσεως. Διότι εν πάση αθετήσει του καθήκοντος της νέας πολιτείας του υπό του ονόματος αεί υπενθυμιζομένου, η συνείδησις εξεγείρεται και διαμαρτύρεται, αλλά δεν εισακούεται, διότι κυριαρχεί ο παλαιός άνθρωπος, όστις περιφρονεί τας αξιώσεις του νέου ανθρώπου, τας εκφραζομένας υπό της φωνής της συνειδήσεως. Η περιφρόνησις αύτη φθάνει μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε και να αποδοκιμάζη την φωνήν της συνειδήσεως, ως αξιούσα μωρά και παράλογα, και επί τέλους τη επιβάλλει και σιωπήν. Η κατάστασις αύτη είναι ομοία προς την πώρωσιν της συνειδήσεως. Ο δε μοναχός ο περιφρονήσας την φωνήν την υψουμένην περί της τηρήσεως των υποχρεώσεών του, ούτος έπαθε, ό,τι πάσχουσι και οι παθόντες πώρωσιν συνειδήσεως και ουαί αυτώ. Ο τοιούτος θέλει κατακριθή, διότι δεν επολιτεύθη κατά Θεόν, διότι έθηκε το ίδιον εγώ και την ιδίαν γνώσιν υπεράνω της των Οσίων Πατέρων, και διότι ου καλώς προσήνεγκε. Προσέφερον τω Θεώ θυσίας οι αδελφοί ο Κάϊν και ο Άβελ, αλλ΄ ου καλώς προσήνεγκεν ο Κάϊν και απεδοκιμάσθη υπό του Θεού. Προσήνεγκεν ο Οζίας θυμίαμα τω Θεώ με χρυσούν θυμιατήριον, αλλά κατεκρίθη υπό του Θεού, διότι ου καλώς προσήνεγκε. Και ο Σαούλ προσέφερε θυσίας τω Θεώ αλλά κατεκρίθη και απεδοκιμάσθη αυτός και ο οίκος αυτού, διότι ου καλώς προσέφερε. Προσέφερον και οι Ιουδαίοι θυσίας, αλλ΄ ο Θεός απεδοκίμαζεν αυτάς και έλεγε: «μισεί αυτάς η ψυχή μου», ώστε ου μόνον το προσφέρειν θυσίας και προσφοράς και προσεύχεσθαι τούτο ικανόν προς ευαρέστησιν του Θεού, αλλά το καλώς προσφέρειν ήτοι εν συναισθήσει της ατελείας και της αναξιότητος του προσφέροντος. Αλλ΄ ίνα υπάρχη τοιαύτη συναίσθησις απαιτείται τελεία αυταπάρνησις και υποταγή τοις ρήμασι του Θεού, και ταπείνωσις και εργασία πνευματική αδιάλειπτος. Εάν λοιπόν μόνον δι΄ αυτών επαξίως προσφέρωμεν θυσίας τω Θεώ, πρώτην δε και μεγίστην θυσίαν προσφέρωμεν τω Θεώ την ημετέραν καρδίαν, πως η θυσία ημών και η προσφορά έσονται ευπρόσδεκτοι τω Θεώ, όταν ούτε ημείς εσμέν άξιοι να εμφανισθώμεν, προσφέροντες θυσίαν ευάρεστον, ούτε τα προσφερόμενα εισιν άξια τω Θεώ, ως προσφορά; Δια τούτο μη επαναπαυώμεθα επί ταις δεήσεσι και προσφοραίς ημών, εάν πρότερον δεν φροντίσωμεν μετά πολλής επιμελείας να καταστήσωμεν και ημάς αυτούς αξίους ιερομύστας και τας θυσίας ημών ευπροσδέκτους τω Θεώ. Διο πλανώνται και μάλιστα πλάνην δεινήν, οι νομίζοντες, ότι πάσα λατρεία και πάσα θυσία εισιν ευάρεστοι τω Θεώ. Λατρεία ευάρεστος τω Θεώ και θυσία ευπρόσδεκτος πνεύμα συντετριμμένον και καρδία συντετριμμένη, και ουχί πνεύμα επηρμένον και πεφυσιωμένον και καρδία άτεγκτος και εμπαθής. Ταύτα λοιπόν επιζητεί η του ονόματος αλλαγή κατά πρώτον λόγον. Κατά δε τον δεύτερον λόγον επιζητεί την υποχρέωσιν του έχειν υπόδειγμα αρετής και τελειότητος τον βίον και το πολίτευμα του αγίου, ούτινος το όνομα φέρομεν και καθ΄ άπαντα ημών τον βίον ν΄ αγωνιζώμεθα, όπως τελειωθώμεν επόμενοι τω παραδείγματι αυτού. Το υπόδειγμα της αρετής του αγίου ενισχύει μεγάλως τον εν τω σταδίω αγωνιζόμενον, εξ αυτού διδάσκεται, να ταπεινούται και εάν εκ βασιλικών κατάγεται προγόνων, μανθάνει να υπομένη και εάν τα δεινά εισιν αφόρητα, μανθάνει ν΄ αγαπά και τους μισούντας αυτόν, μανθάνει να τιμά και αυτούς τους ατιμάζοντας αυτόν, μανθάνει να ζη υπέρ των αδελφών και ν΄ αποθνήσκη υπέρ του νόμου του Θεού και των θείων Αυτού εντολών, μανθάνει να αγαπά την εσχάτην θέσιν και τέρπηται εν τη αφανεία. Και τι δεν μανθάνει; Εάν αριθμήσω εν καθ΄ εν τα όσα εκ του παραδείγματος των αγίων μανθάνομεν, δεν θέλει μοι επαρκέσει ούτε ο χρόνος, ούτε ο χάρτης προς μνημόνευσιν.
Δια τους λόγους λοιπόν τούτους αλλάσουν οι μοναχοί τα ονόματα. Όθεν εφιστώ εκ καθήκοντος επιβαλλομένου μοι, ως Πατρός Πνευματικού, την υμετέραν προσοχήν επί το ζήτημα τούτο, και επιθυμώ να μανθάνω, ότι αεί προσέχετε την υπόμνησιν των καθηκόντων, α ανελάβετε, ην ποιείται υμίν το όνομά σας το μοναχικόν. =

Σας εύχομαι και διατελώ προς Θεόν ευχέτης.
+Ο Πενταπόλεως Νεκτάριος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: