ΜΕΓΕΘΙΟΣ

Είπεν ο αββάς Μεγέθιος: " Στην αρχή συναντιόμασταν μεταξύ μας και συζητούσαμε για την οφέλειά μας οικοδομώντας ο ένας τον άλλο, γινόμασταν παρέες - παρέες που ανέβαιναν στον ουρανό. Τώρα όμως μαζευόμαστε και μιλώντας ο ένας εναντίον του άλλου πέφτουμε χαμηλά".


ΜΩΣΗΣ 
Ο Μωσής αυτός, από τον καιρό που έγινε μοναχός ψωμί στο στόμα του δεν έβαλε, ενώ άλλοι έτρωγαν. Γιατί οι ντόπιοι μεταφέροντας από την Αίγυπτο σιτάρι, πωλούσαν λίγους άρτους στους μοναχούς παίρνοντας για πληρωμή το εργόχειρο τους και καρπούς από τα φοινικόδεντρα. Η τροφή του Μωσή ήταν νερό και τρυφερά βλαστάρια των φοινίκων. Με κλωστές από τα ίδια δέντρα έκαμνε και τα ρούχα του. Αγαπούσε όσο κανένας άλλος την ησυχία, αλλά πρόθυμα και με συμπάθεια δεχόταν τους επισκέπτες που έρχονταν να τον συμβουλευτούν για τους λογισμούς τους. Κοιμόταν μόνο μετά από τις νυχτερινές ακολουθίες κι όλες τις άλλες ώρες αγρυπνούσε. Κατά τη διάρκεια της αγίας Σαρακοστής κι ως την ευλογημένη μέρα της Πεντηκοστής σε κανένα δεν άνοιγε την πόρτα του κελλιού του και ως απόθεμα από τροφές δεν είχε παρά μοναχά είκοσι χουρμάδες κι ένα σταμνί νερό. Ωστόσο και αυτά διατηρούνταν πολλές φορές ανέπαφα ως την ημέρα που άνοιγε την πόρτα του κελλιού του, όπως μας διηγείται ο υποτακτικός του.

Τη Σαρακοστή τούτη του έφεραν για θεραπεία από τη Φαράν κάποιον που τον δέσμευσε το ακάθαρτο πνεύμα, Οβεδιανός τ' όνομα του, ηγέμονας στη φυλή του. Όταν ο άρρωστος πλησίασε στο κελλί του γέροντα σε απόσταση περίπου εκατό ογδόντα μέτρων, τον τράνταξε το ακάθρτο πνεύμα και με δυνατές φωνές άρχισε να κραυγάζει:
" Ω δύναμη ανυπόφορη, δεν μπόρεσα ούτε για ένα λεπτό της ώρας να εμποδίσω τον καλόγερο από την άσκηση του κανόνα του".

Με τα λόγια αυτά βγήκε μέσα από τον άρρωστο κι αμέσως γιατρεύτηκε ο άνθρωπος. Τότε πίστεψε στο Χριστό με πολλούς άλλους, που δεν είχαν αξιωθή ακόμα να βαπτιστούν Χριστιανοί. Έτσι γύρισε στο σπίτι του γερός, αλλά και ο δούλος του Θεού δεν εμφανίστηκε σε άνθρωπο.



ΝΕΙΛΟΣ


Είπεν ο αββάς Νείλος:
"Αν θέλεις να προσευχηθείς σωστά, να μη πικράνεις καμιά ψυχή, γιατί αλλιώς άδικα κοπιάζεις".

Είπε πάλι:
" Μη θέλεις να έρχονται τα πράγματα όπως σε συμφέρει, αλλά όπως είναι αρεστό στο Θεό. Έτσι θα είσαι την ώρα της προσευχής γεμάτος γαλήνη και χαρούμενος"




ΝΙΚΟΛΑΟΣ


Ένας γέροντας, Νικόλας τ' όνομα του, έμενε στη μονή του αββά Πέτρου, κοντά στον άγιον Ιορδάνη. Αυτός μας αφηγήθηκε την παρακάτων ιστορία:
" Έμενα κάποτε στην Ραϊθου, όταν τρείς αδελφούς μας έστειλαν στη Θηβαΐδα για διακονία. Καθώς περνούσαμε την έρημο, χάσαμε τον δρόμο και περιπλανιόμασταν πέρα-δώθε. Σαν ξοδέψαμε λοιπόν το νερό μας και για μέρες δεν βρίσκαμε άλλο, οι δυνάμεις μας άρχισαν τότε να μας εγκαταλείπουν από τη δίψα και τον καύσονα. Τότε μη μπορώντας να συνεχίσουμε το βάδισμα βρήκαμε στην ίδια την έρημο κάτι στεγνούς θάμνους κι εκεί παρατήσαμε τον εαυτό μας, ο καθένας όπου βρήκε σκιά, περιμένοντας πια να πεθάνουμε από τη δίψα.

Για μια στιγμή εγώ ανακάθησα λίγο και πέφτω σε έκσταση. Βλέπω μια κολυμπήθρα γεμάτη νερό, ξεχειλισμένη. Ήταν και δύο άντρες πάνω στο χείλος της κολυμπήθρας κι έπαιρναν νερό μ' ένα ξύλινο κύπελο.
Άρχισα τότε να παρακαλώ τον ένα λέγοντας:
- Δείξε μου αγάπη, κύριε, δώσ' μου λίγο νερό, πάω να σβήσω.

Εκείνος όμως δεν ήθελε να μου δώσει. Τότε του λέει ο άλλος:
- Δωσ' του λιγάκι.

Κι ο πρώτος αποκρίνεται:
- Να μην του δώσουμε, γιατί είναι ράθυμος ( βαριέται και δεν κάνει τις δουλειές που πρέπει) και παραμελεί τον εαυτό του.

Απαντάει ο δεύτερος:
- Ότι είναι ράθυμος , σίγουρα ναί, είναι ράθυμος. Όμως τώρα είναι ξένος, ας του δώσουμε".

Έτσι μου δώσανε νερό και πρόσφερε, λέει, και στους άλλους. Ήπιαμε λοιπόν και κάναμε και άλλες τρείς μέρες δρόμο χωρίς νερό. Και τότε φτάσαμε σε μέρος κατοικημένο.


ΝΙΣΤΕΡΩΟΣ


Ο σεβαστός αββάς Νιστερώος περπατούσε μ' ενα αδελφό στην έρημο και όταν είδαν ένα μεγάλο φίδι απομακρύνθηκαν βιαστικά. Του λέγει ο αδελφός:
- Και συ φοβάσαι πάτερ;

Αποκρύνεται ο γέροντας:
- Δεν φοβάμαι παιδί μου. Έπρεπε όμως να φύγω, επειδή δεν θα μπορούσα να ξεφύγω από το πνεύμα της κενοδοξίας.

* * *
Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον γέροντα:
- Τι καλό έργο υπάρχει για να κάνω και να ζήσω μ' αυτό;

Είπεν ο γέροντας:
- Ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό. Άκουσα όμως οτι κάποιος από τους πατέρες ρώτησε τον σεβαστό αββά Νιστερώο, τον φίλο του αββά Αντωνίου:
- Τί καλό έργο υπάρχει για να κάνω;

Αυτός του αποκρίθηκε:
- Δεν είναι όλες οι εργασίες το ίδιο; Η Γραφή λέει οτι ο Αβραάμ ήταν φιλόξενος και ο Θεός ήταν μαζί του, ο προφήτης Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και ο Θεός ήταν μαζί του και ο Δαβίδ ήταν ταπεινός και ο Θεός ήταν μαζί του. Οτι λοιπόν καταλαβαίνεις πως θέλει η ψυχή σου και είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού, κάνε το και προφύλαξε την καρδιά σου.



Πηγή: Ορθόδοξος Χριστιανική Γωνιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: